Ο Θ. Κουτσογιαννόπουλος για τον Γ. Λάνθιμο: «Αποκαλώ μεγάλο καλλιτέχνη έναν συμπατριώτη» 1 Ο Θ. Κουτσογιαννόπουλος για τον Γ. Λάνθιμο: «Αποκαλώ μεγάλο καλλιτέχνη έναν συμπατριώτη» 2

Η αντίστροφη μέτρηση για τα Oscars μόλις ξεκίνησε. Λίγο πριν από τη φετινή απονομή, ζητήσαμε από 12 σπουδαίους Έλληνες να μιλήσουν για τον Γιώργο Λάνθιμο, τον σκηνοθέτη που λατρεύει το Χόλιγουντ. Ο λόγος σήμερα, στον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ

Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος (δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου Mega | Lifo), ο άνθρωπος που έχει γνωρίσει από κοντά ουκ ολίγους σταρ και μη του Χόλιγουντ, παρακολουθεί τον σκηνοθέτη Γιώργο Λάνθιμο από την πρώτη στιγμή και μας δίνει τη δική εκδοχή για τα φετινά Οσκαρ.

«Μου είναι εξαιρετικά ευχάριστο που ασχολείται όλος ο κόσμος με τον Γιώργο Λάνθιμο. “Έγινε” όλες αυτές οι λέξεις που εγώ δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω λόγω ηλικίας – viral, trendy κ.λπ., αλλά εάν τολμήσω να χρησιμοποιήσω μία, θα πω ότι υπάρχει ένα cringe στην όλη υπόθεση. Διότι ήμουν παρών πριν από 15 χρόνια όταν παίχτηκε ο «Κυνόδοντας» σε παγκόσμια πρεμιέρα στην αίθουσα Debussy στις Κάννες και έμεινα άφωνος, όπως οι περισσότεροι Ελληνες και ξένοι συνάδελφοι. Είχαμε ακούσει ότι κάτι καλό πάει να γίνει αλλά δεν ήμουν και απόλυτα σίγουρος. Ημουν επίσης, και πάλι, παρών όταν πήρε το βραβείο “Ενα κάποιο βλέμμα”.

Όταν η ταινία υποβλήθηκε στα Όσκαρ από την ειδική επιτροπή του υπουργείου Πολιτισμού -ήμουν ευτυχές μέλος-, μπορώ να πιστοποιήσω ότι η απόφαση πάρθηκε σε λιγότερο από ένα λεπτό και ομόφωνα επίσης, έναντι καλού ανταγωνισμού, γιατί τότε ήταν η χρονιά της “Στρέλλας” και μιας ταινίας του Γαβρά. Εξαιρετικές ταινίες και οι δύο αλλά εδώ, είχες κάτι φανερά σπουδαίο στα χέρια σου. Χάρηκα ιδιαιτέρως όταν μπήκε στην πεντάδα των Όσκαρ, γιατί το πίστευα πολύ, θεωρώντας ότι είναι μια πρόταση που, ναι μεν, έρχεται από την Ελλάδα αλλά κινηματογραφικά δεν μοιάζει με κάτι άλλο και, ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα και στην Ακαδημία των Όσκαρ άνθρωποι που καταλαβαίνουν και από διεθνές σινεμά εκτός από το δικό τους.

Ημουν επίσης πολύ παρών όταν η ταινία παίχτηκε για πρώτη φορά στις ελληνικές αίθουσες και έφαγε πόρτα, όταν βγήκε για δεύτερη φορά και έφαγε πάλι πόρτα -γιατί έγινε τριπλό release- και όταν επίσης βγήκε σε DVD σε εφημερίδα και από τις 200.000 πουλημένα αντίτυπα, οι 190.000 πρέπει να κατέληξαν στα σκουπίδια. Γιατί προφανώς είδαν 10 λεπτά και φρίκαραν. Μιλάμε ασφαλώς για μια άλλη εποχή και μια άλλη γενιά, που θεματοφύλακες της ελληνικής πατροπαράδοτης οικογένειας θεώρησαν ότι ο Λάνθιμος ήταν ένας άνθρωπος εναντίον τού τι σημαίνει οικογένεια.

 

Ολα αυτά συνέβαιναν ενώ είχα δει την “Κινέττα”. Είμαι από τους λίγους που την είχαν δει, γιατί, προς τιμήν του, ο Δημήτρης Εϊπίδης, ο τότε πρόεδρος του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όταν είχα πάει για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Τορόντο, μου είπε ότι «υπάρχουν αυτές κι αυτές οι ταινίες και υπάρχει και μια ελληνική, η “Κινέττα”. Εμένα δεν μου άρεσε πολύ αλλά αυτός ο σκηνοθέτης είναι αξιοσημείωτος”. Έτσι την είδα στο Τορόντο και είχα πραγματικά εκπλαγεί πολύ ευχάριστα με την αφαίρεση αυτής της αστυνομικής ιστορίας ή του procedure της εν πάση περιπτώσει. Σαν ένας Φίντσερ σε όνειρο.

 

Με τα χρόνια λοιπόν, αγάπησα όλες τις ταινίες του. Την καθεμία για διαφορετικούς λόγους, πάντα όμως με αυτή την ενάργεια και την ομοιογένεια που υπάρχει στις ταινίες του διδύμου Φιλίππου – Λάνθιμου: έτσι μπόρεσα να εκτιμήσω την τέλεια χημεία που υπάρχει ανάμεσα σε συγγραφέα και σκηνοθέτη. Εκτίμησα το πόσο προσηλωμένος και οργανωμένος είναι ο Γιώργος Λάνθιμος, κάτι που λένε όλοι οι συνεργάτες του, και το πόσο πολύ θέλει το καλό όλων όσων συμπλέκονται στην ταινία του. Εκτίμησα, επίσης, και το πέρασμά του σε έναν άλλο σεναριογράφο, τον Τόνι ΜακΝαμάρα, και το πώς δουλεύει μέσα σε ένα στούντιο, με πόση αυτονομία και πίστη στο τι μπορεί να καταφέρει με περισσότερα χρήματα, με άλλους συντελεστές, σε άλλη γλώσσα. Δηλαδή δείχνει το τρομερό κέντρο βάρους που έχει. Θέλω να πω ότι υπάρχουν και άλλοι σκηνοθέτες, όπως ο Νορβηγός Μόρτεν Τίλντουμ, ο οποίος είχε κάνει ενδιαφέρουσες ταινίες στη χώρα του, που έλεγαν κάτι αρχικά αλλά όταν πήγαν να κάνουν κάτι μεγάλο, τους έχανες.

 

 

Εδώ έχουμε έναν Λάνθιμο που κάνει τις ταινίες του Λάνθιμου, δεν πάει να χαλάσει ο κόσμος. Και δεν μιλάμε ποτέ για ίδια ταινία. Υπάρχουν κοινά στοιχεία που μεταφέρει, εννοείται πως τον ενδιαφέρει αυτή η λοξή ματιά, το ξεφοδράρισμα του ρεαλισμού, αλλά ο ίδιος προοδεύει χωρίς να παραδίδεται. Επίσης έχουμε ένα παράδειγμα για το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να δουλεύει στο Χόλιγουντ, σε αυτό το νέο Χόλιγουντ το οποίο έχει αλλάξει νόημα σε σχέση με τους παλιούς νοσταλγούς ενός πεθαμένου γκλάμουρ. Και ενώ οι ταινίες του υπογράφονται από τη Searchlight και πάνε στο κανάλι της Disney, ο Λάνθιμος παραμένει Λάνθιμος. Με λίγα λόγια, κοσμεί το σινεμά και τα Όσκαρ.

Όσο για τη συνεργασία του με την Έμα Στόουν, για αυτούς που απορούν, εκείνη βρίσκει στον Λάνθιμο αυτό που ονειρεύονται όλοι οι ηθοποιοί: έναν άνθρωπο που να τους δίνει ρόλους. Γιατί όλοι αυτοί και αυτές στο Χόλιγουντ, κυρίως οι γυναίκες που, το λένε και οι ίδιες, παραπονιούνται ότι περιμένουν να τους δώσουν ρόλους, και ότι αν δεν φτιάξουν οι ίδιες τη μοίρα τους, τίποτα δεν είναι εύκολο σε αυτή τη βιομηχανία. Ο Λάνθιμος λοιπόν δίνει στη Στόουν ό,τι καλύτερο υπάρχει και αυτό φαίνεται στα βραβεία, και στην ανταπόκριση του κόσμου σε ένα διαρκώς γόνιμο έδαφος και ας μην έρχονται τα δισεκατομμύρια εισπράξεων.

 

Οσον αφορά τα Όσκαρ, φέτος έχουμε και ένα φαινόμενο, το οποίο υπάρχει πολλά χρόνια αλλά τώρα είναι η στιγμή του και αυτό είναι ο Κρίστοφερ Νόλαν  με το «Οπενχάιμερ». Αυτή η ταινία θίγει πάρα πολλά θέματα μέσα, είναι φτιαγμένη με μεγαλειώδη τρόπο, έχει μία τεράστια ερμηνεία, έχει κάνει 1 δισεκατομμύριο σε εισπράξεις ενώ ο ίδιος θεωρείται από πολλούς ο μεγαλύτερος εν ζωή σκηνοθέτης της γενιάς του. Οχι μόνο γιατί είναι πάρα πολύ καλός αλλά και γιατί φέρνει συνέχεια λεφτά στα ταμεία, χωρίς να κάνει υπερήρωες όπως της Marvel και χωρίς να παραδίδεται στα trends.

 

Είναι από αυτές τις περιπτώσεις που λένε, “καλά ο Κρίστοφερ Νόλαν δεν έχει πάρει Όσκαρ; Δεν είναι δυνατόν, πρέπει να του δώσουμε κάνα δυο φέτος”. Κάτι που σημαίνει ότι ο Λάνθιμος, όπως και με την «Ευνοούμενη», θα είναι παρών φυσικά με μία τεράστια επιτυχία σε κριτικούς και σε επαγγελματίες του σινεμά, αλλά δεν θα είναι απίθανο να μην πάρει κάποιο Όσκαρ -ούτε καν της καλύτερης ηθοποιού. Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να το πάρει η Λίλι Γκλάντστοουν, ελπίζουμε όμως η Εμα Στόουν να κάνει την ανατροπή, γιατί είναι μια επιλογή που συγκεντρώνει όλες τις υποψηφιότητες του “Poor Things”. Για να κάνω έναν παραλληλισμό, πριν από πέντε χρόνια, το βραβείο των ηθοποιών το είχε πάρει η Γκλεν Κλόουζ την οποία είχαν ως φαβορί και τελικά το Όσκαρ το πήρε η Ολίβια Κόλμαν, η οποία στα Βραβεία ζήτησε συγγνώμη – “Γκλεν», είπε, «δεν έπρεπε να γίνει έτσι”.

Σίγουρα όμως δεν θα στενοχωρηθούμε για τον Γιώργο Λάνθιμο, για τον οποίο έχουμε πάντα ένα δίλημμα: θέλουμε να κερδίσει επειδή είναι Ελληνας ή θέλουμε να κερδίσει επειδή είναι καλός; Νομίζω ότι δεν υπάρχει ακριβής και ειλικρινής απάντηση -είναι και τα δύο. Χαιρόμαστε που τυχαίνει να είναι Ελληνας ένας σκηνοθέτης που θα έκανε σπουδαία καριέρα όπου και να είχε γεννηθεί, κατά τη γνώμη μου. Γιατί το έχει μέσα του. Έχει τη ματιά, το ταλέντο, την αποφασιστικότητα ενώ αναπόφευκτα οι παράμετροι της ανατροφής και της παιδείας του καθορίζουν αυτό που είναι. Εγώ χαίρομαι που μπορώ να αποκαλώ συμπατριώτη έναν τόσο μεγάλο καλλιτέχνη, ο οποίος δέχεται και πάρα πολύ μεγάλη κριτική και αυτό είναι μέσα στο παιχνίδι: Αλίμονο! Αν άρεσε σε όλους, δεν θα ήταν μεγάλος!».

SHARE THE STORY