Το θέατρο που δεν αλλάζει πεθαίνει. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το παρόν. Καθώς αλλάζουν οι θεατές, οι πολιτικές συνθήκες και τα κοινωνικά δεδομένα, η τέχνη, σχεδόν ανεξέλεγκτα αλλά και αδιόρατα, αλλάζει στο βαθμό με τον οποίο επικοινωνεί με το κοινό.
Ο καλλιτέχνης βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να βγει από το bubble που αγωνίζεται χρόνια να φτιάξει για να αντέξει τη σκληρότητα της εποχής –κάθε εποχή είναι σκληρή για τους καλλιτέχνες, που είναι φύσει και θέσει παραδομένοι στην ευαισθησία τους– και να προσπαθήσει να συνδεθεί με την κοινωνική κραυγή που ψάχνει χώρο να εκτονωθεί. Δεν είναι τυχαίο, ας πούμε, που την περίοδο της κρίσης άνθησε το νεοελληνικό ρεπερτόριο.
Ο κοινωνικός παλμός ζητούσε την ταυτότητά του καθώς ένιωθε τα πάντα γύρω του να καταρρέουν. Πάλευε να ανακαλύψει τη βαθύτερη συγγένειά του με τον τόπο του, που ένιωθε να τον προδίδει. Και βρήκε πράγματι απαντήσεις στα βουκολικά έργα, στα νεοελληνικά μελοδράματα, στις σύγχρονες ελληνικές παραστάσεις που έβαζαν το ζήτημα «πατρίδα» στο τραπέζι.
Πλέον δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Η εποχή έπαψε να έχει φανερούς εχθρούς –ξεχάσαμε τα Euro groups, τους «κακούς Ευρωπαίους»–, η ελπίδα πήγε περίπατο και γυρίσαμε στην πατροπαράδοτή μας κατάντια. Πλακωνόμαστε και πάλι μεταξύ μας, αλλά με τη διαφορά ότι δεν υπάρχει πια ιδεολογικό πρόσημο, υπάρχει μόνο φαγωμάρα προς επιβίωση.
Άρα, για τι θέατρο να μιλήσουμε; Ποια κραυγή να ακούσουμε όταν κανείς γύρω δεν κραυγάζει, παρά μόνο «εικονικά»;