Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και πέθανε σε ένα άλλο, γεμάτο σιωπές. Γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1859 στην Πάτρα και έχασε τους γονείς του νωρίς, αφήνοντας τους συγγενείς του, όλοι λόγιοι, να του μάθουν πώς να διαβάζει τον κόσμο. Ανάμεσα στα χαρτιά, στα μαθήματα και στις μνήμες που δεν πρόλαβε να έχει, έγραψε το πρώτο του ποίημα στα εννιά του χρόνια:
"Σ΄ αγαπώ εφώνησα, / κι εσύ μ΄ αστράπτον βλέμμα /Μη - μ΄ απεκρίθης - μη θνητέ, / τολμήσης να μιάνης / δια της παρουσίας σου / τας ώρας τας ωραίας / που έζησα στον κόσμον /..."
Λίγα χρόνια μετά, το χαρακτήρισε ποίημα για γέλια.
Δεν ήταν άνθρωπος των χειρονομιών. Δεν ήταν ποιητής της εξωστρέφειας. Ήταν ο άντρας που έκρυβε την καρδιά του σε συλλαβές και μετρούσε τον κόσμο με τον ρυθμό ενός δεκαπεντασύλλαβου. Έζησε δεκατέσσερις φορές την αναμονή του Νόμπελ χωρίς να το πάρει ποτέ, αλλά το μεγαλύτερο βραβείο του ήταν τα βλέμματα εκείνων που διάβαζαν τα ποιήματά του χωρίς να ξέρουν αν διαβάζουν τον εαυτό τους ή εκείνον.
Αλλά η ποίηση του Παλαμά δεν ήταν μονάχα εθνική. Δεν ήταν μονάχα ο ύμνος, δεν ήταν μόνο η γλώσσα και η κληρονομιά. Ήταν και η Ραχήλ. Πράγματι, τα ερωτικά ποιήματα δεν τελείωσαν στα εννιά του, εκεί όπου ξεκίνησαν. Απλώς, για δεκαετίες δεν είδαν ποτέ τη βιτρίνα κάποιου βιβλιοπωλείου.