Η Εύα Νάθενα (εικαστικός – σκηνογράφος και δημιουργός της ταινίας “Φόνισσα” μιλά με τον βελούδινο τρόπο της για έναν άνθρωπο που θαυμάζει και σέβεται βαθιά, έναν άνθρωπο του οποίου την πορεία είχε διαβλέψει από την “Κινέττα” κιόλας.
«Είμαι οπαδός του Λάνθιμου από την εποχή της «Κινέττας», πριν και από τον “Κυνόδοντα” δηλαδή. Είδα την «Κινέττα» πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Έτυχε να τη δω με μια παρέα παλιών κινηματογραφιστών, μια οικογένεια στην οποία είχα μπει μόλις δύο-τρία χρόνια, και έναν νεότερο, τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη. Η γενιά αυτή των ανθρώπων που αναφέρω δεν την κατάλαβε την ταινία. Δεν κατάλαβαν τη δυναμική της, δεν είδαν αυτό που μπόρεσα να δω εγώ, χωρίς φυσικά να το λέω με υπεροψία.
Βγήκαν από τον κινηματογράφο προβληματισμένοι έως θυμωμένοι. Εγώ, αφού άκουσα όλες τις κριτικές, άρθρωσα μία φωνή και είπα με τη μορφή ερώτησης, “συγγνώμη, σκεφτήκατε μήπως προσπαθεί να μας πει αυτός ο άνθρωπος κάτι που θα το καταλάβουμε σε μερικά χρόνια;”. Αυτή ακριβώς ήταν η φράση μου. Όταν έκανε τον “Κυνόδοντα”, με πήρε τηλέφωνο ο Καραμαγγιώλης και μου είπε, «ήσουν τρομερή, έγινε όπως ακριβώς το είπες». Ήταν κάτι που το είχα νιώσει -και μάλιστα δεν προσπαθούσε καθόλου, από τότε ο Λάνθιμος άφηνε αβίαστα το δικό του στίγμα.
Πήγα να την ξαναδώ την “Κινέττα”, την έπαιξαν στο «Ιντεάλ» σε μια προβολή για φίλους και κοινό (μάλιστα είχα πει στον Λάνθιμο ότι ήθελα να την δω πάλι αν την ξαναέπαιζαν). Καταλάβαινα ότι αυτός ο άνθρωπος άνοιγε έναν δρόμο, που εμένα με αφορούσε πολύ. Η «Κινέττα» βέβαια δεν έχει καμία σχέση με τον «Κυνόδοντα», όσον αφορά τη γραφή την πολύ ουσιαστική, την κατασταλαγμένη και εδραιωμένη που μας έδωσε και είπαμε «Ναι, αυτό είναι ένα άλλου είδους σινεμά, είναι μια νέα σχολή».
Εγώ είμαι παιδί του θεάτρου, αγαπώ τους αυτοσχεδιασμούς και τα πράγματα που δοκιμάζονται πολύ περισσότερο από τις εδραιωμένες παραστάσεις. Και σε αυτόν τον άνθρωπο διέκρινα κάτι τέτοιο. Δοκιμάζει, χωρίς τον φόβο τού να πετύχει ή να αποτύχει και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Οταν έκανε τον «Κυνόδοντα», δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί -ούτε εγώ βέβαια, που είχα διαβλέψει στην «Κινέττα» κάτι πολύ ουσιαστικό- ότι θα έφτανε εκεί, ότι θα έκανε τέτοια αλματώδη βήματα. Οι διαδρομές που έχει διανύσει ο Λάνθιμος είναι τεράστιες και του βγάζω το καπέλο, του δίνω τα εύσημα, και τον θαυμάζω πολύ που τα κατάφερε και αυτό είναι για όλους μας αισιόδοξο, ελπιδοφόρο. Μας κάνει υπερήφανους. Αγγίζει το όνειρο έτσι όπως όλοι θα θέλαμε να το έχουμε.
Γνωρίζω και προσωπικά τον Λάνθιμο, έχουμε κάνει παρέα. Είναι ένας πολύ σεμνός άνθρωπος και αυτάρκης. Δεν έχει ανάγκη να συστηθεί ο Λάνθιμος κοινωνικά, και δεν το είχε ποτέ. Ήταν πάντα ένας σιωπηλός άνθρωπος που είχε πολλά να σκεφτεί και λίγα να πει -και καλά έκανε, γιατί τα φύλαξε όλα για την τέχνη του και αυτό εμένα μου αρέσει πάρα πολύ. Τον γνώρισα από κοντά μέσω της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου, που ήταν σκηνογράφος του στον “Κυνόδοντα”, αλλά και νωρίτερα τον είχα γνωρίσει από μια φίλη μου με την οποία ήταν ζευγάρι για ένα διάστημα και έτσι τον είχα συναναστραφεί λίγο.
Εύχομαι αυτός ο άνθρωπος να μην σταματήσει ποτέ να κάνει αυτό που κάνει στη ζωή του. Οσο για το “Poor Things”, πάλι προτάσσει μια κινηματογραφική γραφή που θα δούμε τους ακόλουθους αυτής πολύ σύντομα. Αυτό δεν είναι η ευτυχία για έναν δημιουργό;».