Ο Λ. Λαζόπουλος για τον Γ. Λάνθιμο: «Αξίζει. Ο Γιώργος αξίζει!»

Ο Λ. Λαζόπουλος για τον Γ. Λάνθιμο: «Αξίζει. Ο Γιώργος αξίζει!» 1

Η αντίστροφη μέτρηση για τα Oscars μόλις ξεκίνησε. Λίγο πριν από τη φετινή απονομή, ζητήσαμε από 12 σπουδαίους Έλληνες να μιλήσουν για τον Γιώργο Λάνθιμο, τον σκηνοθέτη που λατρεύει το Χόλιγουντ. Ο λόγος σήμερα, στον Λάκη Λαζόπουλο.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ

Ο Λάκης Λαζόπουλος (ηθοποιός και σκηνοθέτης), γνωρίζει τον Γιώργο πολύ καλά. Μαζί στους Μήτσους, μαζί στον Καλύτερο μου Φίλο. Δεν ήξερα ποιον τίτλο να βγάλω από όσα, ομολογουμένως μοναδικά, μου είπε. Κρατώ το υπέροχο “Είναι ένα ήσυχο, εσωτερικό άτομο. Μιλάει με το δωμάτιο του εαυτού του, χωρίς να τον ακούει κανένας” και “Δεν παρασύρεται ποτέ – δεν κάνει χάρη ούτε στον εαυτό του”.

«Έχω γνωρίσει φωτεινούς ανθρώπους όταν ήταν νέοι και τους θεωρώ δικά μου παιδιά, κυρίως ηθοποιούς -είναι κάτι που μου αρέσει πάρα πολύ. Τους έδωσα ό,τι μπόρεσα, κάτι φυσικά που δεν το κάνεις για να το πάρεις πίσω. Το κάνω μόνο και μόνο γιατί θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος που συναντάει στη ζωή του φωτεινά πρόσωπα, σημαίνει ότι είναι στον σωστό δρόμο. Αυτό είναι που παίρνω εγώ, κάτι που μου αρκεί και μου περισσεύει. Θέλω να είμαι σε έναν δρόμο που τα φώτα είναι ευδιάκριτα.

Όταν κινείσαι μέσα σε σκοτεινούς δρόμους του μυαλού, δεν μπορείς να δεις φωτεινά πρόσωπα, ούτε το ταλέντο και τη δημιουργία του άλλου. Δεν το αντέχεις. Γι’ αυτό θέλω φως, αυτό αντέχω, μ’ αρέσει και ενθουσιάζομαι. Kάπως έτσι φθάνουμε και στον Γιώργο.

Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι φωτεινό πρόσωπο. Δεν έχει σημασία καν αν είναι επιτυχημένος, ή σπουδαίος σκηνοθέτης, ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να πει κανείς για αυτόν. Σίγουρα είναι ένα φωτεινό πρόσωπο.

Τον γνώρισα τη δεκαετία του ‘90, όταν ετοίμαζα μια παράσταση με τίτλο “Επιτέλους μόνοι”. Ήμουν στο σπίτι της φίλης μου Μελίνας Αδαμοπούλου και ο Γιώργος ήταν φίλος της κόρης της, της Ιωάννας. Εκείνες τις ημέρες, ο άνθρωπος που θα ερχόταν στην περιοδεία που θα έκανα και τον είχα δίπλα μου και κανόνιζε τα πάντα, θα απουσίαζε γιατί αρρώστησε η μητέρα του και έψαχνα να βρω κάποιον άλλο. Είδα λοιπόν τον Γιώργο εκεί στο καναπέ καθισμένο, αραγμένο στην ουσία, με τάση να γλιστράει προς τα κάτω. Μου είπε τότε η Μελίνα ότι ο Γιώργος έψαχνε για δουλειά και αν θα μπορούσα να του έβρισκα κάτι.

Είπα ότι είχα μια δουλειά αλλά δεν ήξερα αν θα ήθελε να την κάνει. Όλα αυτά τα λέγαμε ένα μέτρο μακριά του. Γύρισα, λοιπόν, τότε και του είπα, “Να σου πω, σηκώνεσαι εσύ ποτέ από τον καναπέ;”. Και μου απάντησε, “Αν αξίζει…”. Με ένα πολύ ωραίο στυλ και τρόπο καθόλου αγενή, που ήταν η αρχή της εκτίμησής μου προς το πρόσωπό του. Του εξήγησα λοιπόν την ανάγκη που είχα και μου είπε ότι θα έρθει. Έτσι ξαφνικά βρεθήκαμε μαζί σε μια περιοδεία για ένα ολόκληρο καλοκαίρι, κάθε μέρα μαζί.

Μιλούσαμε από την αρχή στον ενικό και με ρώτησε αν θα με πείραζε να τράβαγε ένα βιντεάκι από τα backstage και του είπα ότι φυσικά μπορούσε να το κάνει, αν ήθελε. Πολλές φορές οδηγούσε και στο ένα χέρι κρατούσε μια κάμερα. Εγώ τον έβλεπα και έλεγα από μέσα μου, πω πω, τι ψώνιο είναι αυτός, αλλά παράλληλα ήταν και πολύ συμπαθής. Όταν τελείωσε αυτό που έκανε και μου το έδειξε, το κοίταξα και του είπα, “αυτό το έκανες με αυτή την κάμερα;”. Μου απάντησε, ναι, και τότε του είπα ότι θα είναι βοηθός σκηνοθέτη στους “Μήτσους” και τον ρώτησα τι θέλει να κάνω γι’ αυτόν, γιατί από αυτό που είδα, κατάλαβα ότι είχε “κάτι”. Ήταν πολύ εμφανές και το καταλάβαινες από το τι τραβούσε με την κάμερα, τι έβλεπε, πώς το τραβούσε, πώς το ένωνε… Καταλάβαινες ότι δεν είναι ίδιο με όσα έχεις δει.

Έτσι ο Γιώργος μπήκε στους “Δέκα μικρούς Μήτσους” ως βοηθός σκηνοθέτη και ήρθε και στην Αμερική, που πήγαμε την παράσταση μετά. Φτάσαμε μέχρι το να κάνει την ταινία μου, τον “Καλύτερό μου φίλο”. Εκεί όντως αυτός σκηνοθέτησε την ταινία, εμένα μου αρέσει να ασχολούμαι με τους ηθοποιούς, να λέω πράγματα που μπορεί να αφορούν τον ήχο που χρειάζεται να ακουστεί κάτι που είναι πιο κωμικό.

Τον ήθελα τον Λάνθιμο, γιατί ήξερα ότι αυτός θα το έκανε όπως ονειρευόμουν. Στο τέλος της ταινίας, μου είπε ότι έπρεπε να κάνουμε ένα bleach bypass -έναν όρο που δεν είχα ακούσει μέχρι τότε-, έναν αποχρωματισμό, όπως είχε το “Fight Club”. Μου είπε επίσης ότι αυτό έπρεπε να γίνει στο Λονδίνο, αλλά έπρεπε να πω εγώ στην εταιρεία να το κάνει. Του απάντησα ότι το βασικό είναι να μου κάνει μαθήματα για να το προφέρω σωστά, για να μη φανεί ότι δεν ξέρω τι ζητάω. Οντως, λοιπόν, απαίτησα να γίνει το bleach bypass. Κάτι που πραγματικά δεν ήξερα καθόλου τι είναι, αλλά ήμουν σίγουρος ότι επειδή το ζητούσε εκείνος ήξερε.

 

Ήξερε τι ήθελε. Και αυτό έχω να πω για τον Γιώργο. Είναι ένα ήσυχο, εσωτερικό άτομο. Μιλάει με το δωμάτιο του εαυτού του, χωρίς να τον ακούει κανένας. Τον Γιώργο δεν τον ακούς, δεν κάνει κανένα θόρυβο -είναι αθόρυβο μοντέλο. Επεξεργάζεται τα πάντα μέσα του με ησυχία, ξέρει από την αρχή τι θέλει, τι δεν θέλει, τι του αρέσει, τι δεν του αρέσει, δεν είναι τύπος που παρασύρεται ποτέ. Αν του πεις, πάμε εκεί, θα σε ρωτήσει τι είναι εκεί. Αν δεν του αρέσει, θα σου πει, δεν θέλω να πάω. Δεν έχει δεύτερη κουβέντα. Δεν κάνει χατίρι ούτε στον εαυτό του. Θέλει πάντα αυτό που κάνει να του αρέσει, να το έχει εγκρίνει, να το αγαπάει και να ξέρει ότι θα τον πάει ένα βήμα παραπέρα. Δεν θέλω να πω κάτι άλλο, γιατί μιλώντας για τον Γιώργο, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να προκαλέσω θόρυβο στην ησυχία του. Και επειδή τη χρειάζεται την ησυχία του για να δημιουργήσει, του επιστρέφω μετά από τόσα χρόνια τη φράση που μου είχε πει: “Αξίζει”. Ο Γιώργος αξίζει. Και το λέω αυτό γιατί τον έχω γνωρίσει στο βάθος της ψυχής του».

SHARE THE STORY