Το νησί των Κυθήρων, κάποτε αφιερωμένο στην Αφροδίτη, άλλοτε πρώτο ορμητήριο του Πάρη και της Ωραίας Ελένης, έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί μέσα από το επεισοδιακό και πολυτάραχο παρελθόν του, πολλές από αυτές τρομακτικές όπως η αιματηρή άλωση της κρυμμένης στους γκρεμούς ενός φαραγγιού βυζαντινής πρωτεύουσας του νησιού από τον Μπαρμπαρόσα.
Ήταν ωστόσο μια πολύνεκρη δολοφονία που συνέβη στα πρώτα χρόνια του 1900 που συγκλονίζει σήμερα, όταν ένας μακελάρης ξεκλήρισε ένα χωριό, μαχαιρώνοντας με δολοφονική μανία, άνδρες γυναίκες και παιδιά.
Η τρομακτική ιστορία, που με το πέρασμα του χρόνου είχε σχεδόν ξεχαστεί στο νησί, ήρθε ξανά στην επικαιρότητα χάρη στον συγγραφέα Πάνο Δημάκη που την έκανε μυθιστόρημα στο best seller «17 κλωστές». Το βιβλίο που αγαπήθηκε ιδιαίτερα έγινε κατόπιν σίριαλ σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Τσαφούλια, σενάριο των Μιρέλλα Παπαοικονόμου και Κάτια Κισσονέργη και αφού προβλήθηκε από την Cosmote ΤV για τους συνδρομητές της, πλέον αποκτά ακόμα περισσότερο φανατικό κοινό από την συχνότητα του Mega.
Όλα ξεκίνησαν στις αρχές του περασμένου αιώνα: Ο νεαρός τότε Αντώνης Αρώνης Λαγωνάρης, γεννημένος το 1878, ζούσε στα Αρωνιάδικα, ένα από τα παλαιά και ωραιότερα χωριά των Κυθήρων, ήταν τσαγκάρης με μεγάλη πελατεία στα Κύθηρα. Κατασκεύαζε με μεγάλη τέχνη τα παραδοσιακά στιβάνια, τις μπότες που είχαν έρθει στο νησί μαζί με τους Κρητικούς που έφυγαν από την Κρήτη έπειτα από την κατάκτηση της από τους Τούρκους.
Αγαπητός στο νησί αρχικά, χάρη στην ικανότητά του ως τεχνίτης, ο Λαγωνάρης ξαφνικά είδε τα πάντα να ανατρέπονται: Μια γυναίκα από ένα γειτονικό χωριό επισκέφθηκε το εργαστήρι του για να πάρει τα στιβάνια που του είχε παραγγείλει, χωρίς όμως να του τα πληρώσει. Όταν εκείνος διαμαρτυρήθηκε, του ζήτησε να πάει στο σπίτι της και να τον πληρώσει εκεί.
Ο Λαγωνάρης πήγε πράγματι στο σπίτι της και η γυναίκα τον καλωσόρισε, τρατάροντάς τον μάλιστα. Εκείνη τη στιγμή όμως έφτασε στο σπίτι και ο σύζυγός της. Βρίσκοντας εκεί τον τσαγκάρη, θεώρησε ότι ρίχτηκε στην γυναίκα του, τον ξυλοκόπησε και τον έδιωξε δια της βίας. Και φυσικά δεν τον πλήρωσε ποτέ. Κάποιοι θα έλεγαν αργότερα πως η απροθυμία του συζύγου να πληρώσει την υψηλή τιμή για τα στιβάνια ήταν και το πραγματικό κίνητρο για την επίθεση.
Το περιστατικό όμως διαδόθηκε στο νησί από στόμα σε στόμα, φουσκωμένο με υπερβολή στοχοποιώντας τον τσαγκάρη και πολύ γρήγορα η άλλοτε μεγάλη πελατεία του Λαγωνάρη του γύρισε την πλάτη.
Παρίας πλέον στο ούτως ή άλλως φτωχικό νησί, αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του στον Πειραιά. Εκεί βρήκε δουλειά στο τσαγκαράδικο ενός άλλου Τσιριγώτη από τα Πιτσινιάνικα.
Εξαιρετικός τεχνίτης ξεχώρισε αμέσως, κερδίζοντας όμως τον φθόνο των συναδέλφων του στο τσαγκαράδικο. Θέλοντας να τον διαβάλλουν, έβαλαν στο σακίδιό του εργαλεία του μαγαζιού, και τον έβγαλαν κλέφτη στο αφεντικό τους.
Η γυναίκα του αφεντικού του, έχοντας πιστέψει τις φήμες για τα όσα είχαν γίνει στα Κύθηρα, επέμεινε να τον καταγγείλουν και έτσι οδηγήθηκε στη φυλακή. Μέχρι να αποφυλακισθεί, είχε γεμίσει με οργή για τα όσα αδίκως του είχαν συμβεί, είχε αποφασίσει να πάρει εκδίκηση αλλά και είχε εθιστεί σε ναρκωτικές ουσίες όπως το χασίς.
Μετά την αποφυλάκιση του και αφού κάθε του προσπάθεια να ορθοποδήσει έπεσε στο κενό, ο Λαγωνάρης, θολωμένος πλέον, αποφάσισε να επιστρέψει στα Κύθηρα και να εκδικηθεί το αφεντικό που τον είχε κλείσει φυλακή.
Έφτασε στο νησί στις 23 Αυγούστου του 1909. Η δολοφονική του μανία ξεκίνησε εκείνη την ημέρα από την ίδια του την οικογένεια στα Αρωνιάδικα, καθώς επιτέθηκε με μαχαίρι στην αδελφή του, η οποία κατάφερε να ξεφύγει και στη μητέρα του, την οποία σκότωσε.
Κατόπιν οπλισμένος με το μαχαίρι πήρε τον δρόμο για τα Πιτσινιάνικα, το χωριό του αφεντικού του στον Πειραιά. Όμως δεν πήρε τη σωστή στροφή και ο δρόμος τον έβγαλε στις Καλοκαιρινές, ένα μικρό χωριό λίγο πιο κάτω.
Έφτασε στην εκκλησία του χωριού όπου επρόκειτο εκείνη την ημέρα να γίνει βάπτιση, Άρχισε να χτυπάει την καμπάνα και όποιος ερχόταν, τον μαχαίρωνε. Επιτέθηκε σε 15 ανθρώπους και αν και η παράδοση θέλει να τους σκοτώνει όλους, αρκετοί τελικά διασώθηκαν αν και βαριά τραυματισμένοι. Το μακελειό το σταμάτησε ο ιερέας που πυροβόλησε με το κυνηγετικό του όπλο και τραυμάτισε τον Λαγωνάρη, τρέποντάς τον σε φυγή.
Τον συνέλαβαν τελικά στο χωριό του και οδηγήθηκε στο Ναύπλιο, όπου διεξήχθη το δικαστήριο. Γλίτωσε τη θανατική ποινή, για να αναλάβει τον ρόλο του δημίου στις φυλακές καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη.
Αμετανόητος για τα εγκλήματα του στις φυλακές του Ναυπλίου διέπραξε μία ακόμη δολοφονία, σκοτώνοντας ένα Μανιάτη με ένα τηγάνι, έτσι ο λαϊκός θρύλος ανέβασε τον αριθμό των νημάτων της ζωής που έκοψε με βία ο Λαγωνάρης στα 17.
Το τέλος του ήρθε μέσα στη φυλακή όταν οι Μανιάτες συγκρατούμενοι συνεννοήθηκαν με τον κουρέα τον φυλακών που αντί να ξυρίσει τον Αντώνη Λαγωνάρη, του έκοψε το λαιμό με το ξυράφι…