Η εικόνα, πάνω κάτω, γνωστή σε όλους τους ντιτζιταλοεξαρτημένους: Το κινητό στη δεξιά πλευρά της πολυθρόνας, το λάπτοπ στην αριστερή, κάπου στη μέση παίζει μία ταινία ενώ οι ασύνδετες και κατακερματισμένες πληροφορίες μαζεύουν τα κομμάτια τους μέσα στους νευρώνες του μυαλού μουρμουρίζοντας την ίδια φράση με εκείνο το παλιό, κυνικό, σχολικό ανέκδοτο, «πάλι καλά που δεν πάθαμε και τίποτα χειρότερο».
Αυτή υποτίθεται ότι είναι μια μέρα μακριά από τη δουλειά, μια ώρα για φόρτιση των μπαταριών – μια φράση που, τελικά, έφτασε να κυριολεκτεί με τόσες πρίζες και USB γύρω μας. Γιατί, όμως, δεν χαλαρώνω; Γιατί έχω εκείνο το ύπουλο συναίσθημα απροσδιόριστης απογοήτευσης, ότι κάτι λείπει, όπως τότε, που ήμουν παιδί και δεν μπορούσα να βγω να παίξω στον δρόμο χωρίς να πάρω την άδεια των γονιών μου;
«Το αίσθημα του στρες που προκαλείται από την προσπάθεια χαλάρωσης είναι πιο παρόν από ποτέ στην υπερδιεγερμένη κοινωνία μας, καθώς κινούμαστε μεταξύ της ανάγκης να είμαστε παραγωγικοί και μιας βαθιάς κόπωσης» διαβάζω σε παλιότερο άρθρο του elpais.com ψάχνοντας στο ίντερνετ για μια απάντηση κι ας λένε οι γιατροί ότι δεν πρέπει να γκουγκλάρουμε τα συμπτώματα γιατί κινδυνεύουμε να προβούμε σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Το 2021, οι New York Times θεώρησαν σκόπιμο να ορίσουν το πανδημικό συλλογικό συναίσθημα που βιώναμε εκείνη την εποχή με μια ακριβή και πειστική λέξη: Μαρασμός. Το 2022 το λεξικό της Οξφόρδης επέλεξε τη «λειτουργία του goblin» ως τη συναισθηματική κατάσταση της μετάβασης από το «απίστευτο» στην «κι όμως». To 2023 η λέξη hallucination επιλέχθηκε από το λεξικό του Cambridge και αφορά στις παραισθήσεις της τεχνητής νοημοσύνης.