Είμαι αριθμομνήμων. Θυμάμαι πάντα τηλέφωνα και ημερομηνίες που έχουν σημασία για μένα. Είναι ένα χαρακτηριστικό που το κληρονόμησα από τον μπαμπά μου. Οι πρώτες ημερομηνίες που θυμάμαι… να θυμάμαι ήταν τα γενέθλια των γονιών μου. Είναι αριθμοί τόσο σφραγισμένοι επάνω μου και μέσα μου που λειτουργούν με βασικό τρόπο στην καθημερινότητα μου ώστε για να θυμάμαι ο,τιδήποτε καινούριο σε αριθμό, κάνω αναγωγή σ’ αυτές τις ημερομηνίες. Έχουν γράψει επάνω μου με τέτοια δύναμη και τόσο οριστικά όπως το DNA μου.
27/3/1947. Η ημερομηνία γέννησης του μπαμπά μου. Δεν ξέρω αν η ημερομηνία που γεννιόμαστε μάς δίνει τη δυναμική της ή αν εμείς φορτίζουμε με δύναμη τους αριθμούς της ύπαρξής μας. Πάντως ο πατέρας μου γεννήθηκε σαν σήμερα και πάντα έβλεπα μια δύναμη σ’ αυτήν την ημερομηνία. Έναν δυνατό άνεμο να μας συνεπαίρνει καθώς ξημέρωνε αυτή η μέρα.
Ο πατέρας μου δεν αγαπούσε τα γενέθλια. Δεν το είχε με τις συμβάσεις στις γιορτές. Αυτό ήταν ξεκάθαρο. “Θέλω να περνάω αυτή την ημέρα σαν μία οποιαδήποτε. Δεν μπορώ την καταναγκαστική χαρά αυτής της γιορτής. Εγώ ήρεμα θέλω να περνούν τα χρόνια μέχρι που θα φύγω σαν ένα φύλλο που πέφτει στη ρίζα του δένδρου που το κρατούσε”, μας έλεγε.
Έτσι «έφυγε» αν και ο τρόπος της φυγής του δεν έμοιαζε με την προσωπικότητα που μας σφράγισε όλους όσοι ήμασταν κοντά του… Ήταν ένας επαναστάτης της ζωής σε παρατεταμένη εφηβεία. Ένας αιθεροβάμων πραγματιστής που ζούσε όπως έγραφε: ποιητικά.
Αν τα πράγματα όμως είχαν μία κανονικότητα σήμερα -ανάλογα με το πώς θα ήταν οι σχέσεις μας- θα υπήρχαν τρεις περιπτώσεις:
- Δεν θα τον έπαιρνα καθόλου τηλέφωνο γιατί θα ήμασταν μαλωμένοι δια ασήμαντον αφορμή που πάντα ξεκινούσε όμως από μεγάλους καβγάδες. Γιατί ο μπαμπάς μου ήταν φωτιά. Εσύ επέλεγες αν ήθελες να τη σβήσεις ή να τη φουντώσεις. Η μη επικοινωνία μου -κομμάτι της παρατεταμένης εφηβείας μου- θα ήταν λοιπόν μια κάποια προσβολή για εκείνον γιατί ήξερε την κληρονομημένη ικανότητά μου να θυμάμαι σημαντικούς για μένα αριθμούς.
- Θα τον έπαιρνα τηλέφωνο για ευχές γιατί η σχέση μας θα είχε ξεπεράσει την πρώτη ψύχρα και θα μοιραζόμασταν έναν διάλογο αρχικά τυπικό αλλά μετά γεμάτο ουσία, νοιάξιμο και τρυφερότητα και θα συνεχίζαμε να μιλάμε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
- Θα κανονίζαμε με τον γιο μου και τον σύζυγό μου να του κάνουμε μία έκπληξη με σύμμαχο τη μαμά μου μαζί με ένα δώρο που να ταιριάζει στο νεανικό μυαλό του και όχι στην ηλικία του. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο μπαμπάς μου θα έλεγε με ύφος “τράβα με και ας κλαίω”, “αφού ξέρετε ότι τα γενέθλια δε μ’ αρέσουν”. Χρόνια μού το έλεγε αυτό αλλά όταν ερχόταν η στιγμή για την έκπληξη, πάντα γελούσαν και τα μούσια και τα μουστάκια του.
Ήταν ένας επαναστάτης της ζωής σε παρατεταμένη εφηβεία. Ένας αιθεροβάμων πραγματιστής που ζούσε όπως έγραφε: ποιητικά.