«Έλα νονά, κάθεσαι;» ακούω την Ηλιάνα από την άλλη γραμμή. Ήταν δύο το μεσημέρι, ώρα κορύφωσης για τους τύπους που δουλεύουν σε γραφείο. «Η Βοοba έφυγε, την είδα στην κάτω πλατεία, πήγα να τη φωνάξω αλλά έτρεξε» συνεχίζει η μικρή νεράιδα και τρία λεπτά μετά είχα πάρει το δρόμο για τη γειτονιά μου. Μαρούσι-Άνω Καλαμάκι σε 20 λεπτά.
Στον δρόμο ουρλιαχτά, άηχα και ηχηρά, εναλλάξ. «Ήταν μόνη της, έμοιαζε φοβισμένη και πήγε να την πατήσει αυτοκίνητο» ακούω σε ριπίτ τα λόγια της Ηλιάνας. Βασανιστικό έκο. Μέσα σε μισή ώρα ο τύπος από το τυπογραφείο της γωνίας είχε βγει με τη μηχανή του σε αναζήτηση της σκύλας μου και κάμποσοι άλλοι είχαν πάρει τους δρόμους και ρωτούσαν για το ξανθό τετράποδο με τα λευκά πατούσια.
Σε κάποιο μαγικό γύρισμα της τύχης η Booba βρέθηκε στην πιλοτή ενός σπιτιού, τρεμάμενη και αλαφιασμένη. Τα ευχάριστα νέα μού τα ανακοίνωσε η Ηλιάνα, η οποία μένει στη γειτονιά και δε σταμάτησε ούτε στιγμή να την αναζητά, θυσιάζοντας τον ελεύθερο χρόνο της ανάμεσα στο σχολείο και το φροντιστήριο.
«Δεν έχω λόγια ομορφιά μου, σε χιλιοευχαριστώ», της λέω.
«Δεν έκανα τίποτα, απλώς νοιάστηκα», μου απαντάει αφοπλιστικά εκείνη.