Ο καφενές είναι το θέατρο της ελληνικής ψυχής, η αρχαία αγορά του δήμου. Είναι η πρέφα και ο γλυκύς βραστός του συνταξιούχου, είναι η μπίρα μετά το μεροκάματο, το καραφάκι πριν από το οικογενειακό τραπέζι, ο φραπές, το κομπολόι, το τάβλι· είναι, κυρίως, το αντάμωμα. Εκεί όπου οι γλώσσες λύνονται για να σχολιάσουν τα γκολ της Κυριακής, την ακρίβεια, τους χαραμοφάηδες πολιτικούς, τα νέα της τηλεόρασης.
Είναι καβγάδες και φιλιώματα, το μέρος που ακόμα και ο ταπεινός έχει φωνή, γνώμη και άποψη που εισακούεται. Γιατί ο καφενές επιτελεί έργο ιερό και κοινωνικό: Εδώ έρχεσαι να αδειάσεις, να ξεφορτώσεις από πάνω σου ό,τι σε βασανίζει, έρχεσαι να νιώσεις ότι «ανήκεις» σε μια ευρύτερη παρέα που βασανίζεται το ίδιο με σένα, άρα δεν είσαι ο μοναδικός αναξιοπαθών αυτής της κοινωνίας, έρχεσαι να χαβαλεδιάσεις, να παλιμπαιδίσεις, να ταυτιστείς, να νιώσεις «όμοιος».
Ο καφενές, όμως, είναι πια μόδα και όχι μόνο μια ιστορία που αφορά τα παππούδια της γειτονιάς. Όταν εκείνα σχολάσουν, τη θέση τους παίρνει η νεότερη πελατεία, που συνεχίζει με τσίπουρα, αποστάγματα και μπίρες της μικρής, ποιοτικής παραγωγής και μεζέδες που προσαρμόζονται σε μια νέα εποχή, που ρωτά, πρωτίστως για την ποιότητα. Δίπλα στον παραδοσιακό καφενέ, ανθίζει ο νεωτεριστικός, ο μοντέρνος, που εμπνέεται από τον παλιό, ενίοτε παίρνοντας τη σκυτάλη του. Η μεσόγεια χαρά παραμένει και συγκεντρώνει όλα τα πιρούνια στο ίδιο πιατάκι, με χρώματα και ποικιλία και πληθωρικότητα που νικά τις σκοτούρες της ζωής, όσο κρατά ακόμα ένα καραφάκι, ακόμα ένα πιάτο τηγανητές μαρίδες.