«Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου», έγραφε η Μαρία Πολυδούρη.
Γεννήθηκε την 1η Απρίλη πριν από 122 χρόνια παραμένει ωστόσο πιο διαχρονική από ποτέ και αυτό γιατί η ποίηση και το έργο της, άγγιξε δυο βασικές θεματικές. Τον έρωτα και τον θάνατο. Εξίσου εντυπωσιακό είναι και ο φεμινισμός που εξέφρασε για την εποχή της.
Για την Μαρία Πολυδούρη, τρεις φράσεις την περιγράφουν εν συντομία. Αντισυμβατική ποιήτρια. Ανήκει στην γενιά των «καταραμένων ποιητών», και τέλος ο δικός της «Τάκης» αποτέλεσε καθοριστικός παράγοντας τόσο για τη ζωή, όσο και για τη τέχνη της. Η γενιά ποιητών του 1920 καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της décadence. Δηλαδή της παρακμής, της μελαγχολίας και της αυτοκαταστροφής. Ήταν άλλωστε πολλοί οι κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες που οδήγησαν σε ένα γενικότερο αίσθημα παραίτησης και παρακμής για τους ανθρώπους της εποχής.
Στην Ελλάδα πάντως, γυναίκες και άντρες ταυτίστηκαν μαζί της, αναδεικνύοντας σε μια από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ποιήτριες. «Να εργάζεσαι σαν το χειρότερο εργάτη, να μελετάς, να αξιούν να είσαι ευπαρουσίαστος και να περνάς μισό μήνα μ’ ένα δεκάρικο! Κι εκείνο δανειστό», έγραφε 100 χρόνια πριν στο ημερολόγιό της.
Βαθιά επηρεασμένη από τη «Σχολή του Μπωτλέρ», τα ποιήματα της έχουν έναν νεορομαντισμό, βαθιά μελαγχολικό και γεμάτο με θλίψη. Μιλώντας για τη ζωή και το έργο της, δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε στον ανεκπλήρωτο έρωτα της με τον Κώστα Καρυωτάκη. Ένας έρωτας που επισκίασε πολλές φορές το προσωπικό της βίωμα, αλλά και την φεμινιστική της διάθεση.
Πριν δούμε ένα από τα κορυφαία κεφάλαια της ζωής της, -τον φευγαλέο έρωτα με τον επίσης ποιητή Καρυωτάκη- πάμε να ρίξουμε μια ματιά στα πρώτα χρόνια ζωής της.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1902 στην Καλαμάτα. Ο πατέρας της φιλόλογος και μάλιστα προοδευτικός και εξαίρετος. Η κόρη του Μαρία, καταφέρνει να αναπτύξει μια ισχυρή προσωπικότητα που απείχε του συμβατικού προφίλ των κοριτσιών της εποχής.
Στα εφηβικά της χρόνια ακολουθούσε επαναστατικές συνήθειες, όπως το να πίνει, να καπνίζει, να μεθάει, να διασκεδάζει, να φλερτάρει και να πιστεύει στην απόλυτη ελευθερία του ατόμου και των γυναικών. Η καλλιτεχνική της φύση, ήταν σχεδόν παντού. Στο θέατρο, στο χορό, στη γραφή. Την χαρακτήρισαν πολυτάλαντη και ανήσυχη. Αποφασίζει να σπουδάσει Νομικά και όχι φιλολογία που είχε υποσχεθεί στον πατέρα της για να υπερασπιστεί όλες τις αδικημένες γυναίκες του κόσμου. Τελικά όμως, εγκατέλειψε το όνειρο της Νομικής, αφού συνέβη ο χωρισμός της από τον Καρυωτάκη όπως θα δούμε παρακάτω.
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας με τον Καρυωτάκη
«Τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια! Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σε αγαπήσω, όσο σου πρέπει;».
Θα χρειαζόμασταν σελίδες ολόκληρες για να αναφερθούμε στον έρωτα της με τον Καρυωτάκη. Γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1921 στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι.
Ο έρωτας ήταν έντονος και εκρηκτικός, μα ανεκπλήρωτος και φευγαλέος. Ο Κώστας Καρυωτάκης περιγράφεται ως ένας συνεσταλμένος νέος, με αμηχανία και χωρίς αυτοπεποίθηση για τον εαυτό του. Ο ίδιος μάλλον δεν κατάφερε ποτέ να διαχειριστεί την εκρηκτική Μαρία Πολυδούρη, ενώ φοβήθηκε πως θα στιγματιστεί εξαιτίας της επαναστατικής συμπεριφοράς που είχε η ποιήτρια.
«Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου».
Τα ερωτικά της ποιήματα, ήταν καθοριστικά για την καριέρα της. Ο έρωτας για τον Καρυωτάκη, την οδήγησε να κάνει πρόταση γάμου στον ποιητή. Σύμφωνα με τις πηγές εκείνος αρνήθηκε, πιθανώς εξαιτίας του αφροδίσιου νοσήματος που είχε. Πρόκειται για την «Ωχρά Σπειροχαίτη», γνωστή ως σύφιλη για την οποία είχε μιλήσει μέσα από ποίημα του.
Το νόσημα αυτό, για το οποίο τότε δεν υπήρχε ακόμη θεραπεία, δεν στάθηκε εμπόδιο για την Πολυδούρη. Του ζήτησε να μείνει μαζί του και ας μην έκαναν παιδιά ποτέ. Εκείνος όμως δεν το δέχτηκε και θέλησε να την αφήσει ελεύθερη για να βρει τον κατάλληλο σύντροφο προκειμένου να αποκτήσει την οικογένεια που ήθελε. Της ζήτησε να μείνουν φίλοι και οι συναντήσεις μετά τον χωρισμό τους, είχαν αραιώσει σημαντικά.
Εκείνη οδηγήθηκε σε έναν αρραβώνα με τον νεαρό γοητευτικό δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου τον οποίο ακύρωσε έναν χρόνο αργότερα. Έπειτα έφυγε για το Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει ραπτική και να κάνει μια νέα αρχή μακριά από την Ελλάδα και τον ποιητή που δεν ξεπέρασε ποτέ. Αυτό το μαρτυρούν άλλωστε και οι εξομολογήσεις της, όπως επίσης και τα ποιήματα της.
Λίγο μετά, διαγνώστηκε με φυματίωση και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, στο τότε σανατόριο «Σωτηρία». Ο Καρυωτάκης πήγε να την βρει, αλλά η τελευταία τους συνάντηση ήταν τυπική και απόμακρη. Εκείνος φεύγει τελικά στην Πρέβεζα εξαιτίας της μετάθεσης του και το καλοκαίρι του 1928 δίνει τέλος στη ζωή του μετά από προσπάθειες.
Εκείνη όντας νοσηλευόμενη γράφει το μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού της έργου, μέσα σε έναν χρόνο σχεδόν. Στα 28 της αφήνει την τελευταία της πνοή, εξαιτίας της φυματίωσης.
«Ο μήνας που μου έδωκε την ζωή και ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης με πεθαίνει. Απρίλιε, Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου θυμίζεις ότι μου λείπει… με απελπίζεις».