Η Τζέλλα Φίνου έφυγε από τη ζωή στις 29 Αυγούστου του 2010, πλήρης ημερών, σε ηλικία 99 ετών. Η είδηση του θανάτου της σηματοδότησε το οριστικό τέλος εποχής του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Μετά την έξοδο των μεγαλύτερων αστεριών του Φίνου, έφυγε και η γυναίκα που τον ενέπνευσε να δημιουργήσει το ελληνικό Χόλιγουντ…
Κάποιοι έσπευσαν τότε να γράψουν ότι έφυγε ξεχασμένη και πως στον τελευταίο αποχαιρετισμό στο πρώτο νεκροταφείο της Αθήνας, όπου αναπαύεται δίπλα στο σύζυγό της, οι ηθοποιοί που τόσο είχε βοηθήσει να αναδειχθούν απουσίαζαν. Η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα μέλη του παλιού αυτού «θιάσου» δεν βρίσκονταν πια εν ζωή:
Η Αλίκη, η Τζένη, η Βλαχοπούλου, ο Κούρκουλος, ο Παπαμιχαήλ, ο Αλεξανδράκης πρόλαβαν να φύγουν πριν από εκείνη. Εκεί ήταν όμως ο Γιάννης Δαλιανίδης, ο Τάκης Βουγιουκλάκης, αλλά και ο Γιάννης Παπαμιχαήλ, που ήταν ο βαφτισιμιός της, η Τίνα Σακελλάριου, ο Βαγγέλης Γκούφας αλλά και ο θρυλικός διευθυντής παραγωγής του Φίνου, ο Γιάννης Τζιβραίλης, περισσότερο γνωστός ως Μπακ Μπακ, οι τελευταίοι δηλαδή της «παλιάς φρουράς».
Ας γυρίσουμε όμως το χρόνο πίσω, σε μια ασπρόμαυρη εποχή που σήμερα μοιάζει πιο ξένοιαστη και ευτυχισμένη, έστω και αν στην πραγματικότητα δεν ήταν. Είμαστε στα ταραγμένα χρόνια του μεσοπολέμου και στην εποχή της γνωριμίας του Φιλοποίμενα Φίνου και της Τζέλλας Βανάκου. Ο Φιλοποίμην Φίνος είχε γεννηθεί το 1908 στο χωριό Τιθορέα της Βοιωτίας. Ο πατέρας του ήταν γιατρός παθολόγος, ασχολιόταν όμως με τον κινηματογράφο μετατρέποντας θεατρικές αίθουσες σε κινηματογραφικές.
Μέσα σε αυτές τις σκοτεινές αίθουσες προβολής γεννήθηκε το μεγάλο πάθος του γιου του για το εκράν και τα μυστικά του. Σπούδασε Νομική και Πολιτικές Επιστήμες για να ευχαριστήσει τον πατέρα του, το όνειρό του όμως ήταν να ασχοληθεί με το σινεμά. Όταν το εξήγησε στον πατέρα του, οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν, εκείνος όμως ξεκίνησε να συνεργάζεται με την εταιρία παραγωγής ταινιών Dag Films, που υπέγραφε την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία, την «Αστέρω».
Εκεί έμαθε όλα τα τεχνικά μυστικά της έβδομης τέχνης. Λίγο αργότερα ανέλαβε τις κινηματογραφικές αίθουσες του πατέρα του. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 συνάντησε το πρόσωπο που θα γινόταν η ιδανική σύντροφός του. Η Τζέλλα Βανάκου, μια μελαχρινή, όμορφη, στα πρότυπα της εποχής, κοπέλα, ήταν μια από τις δημοφιλείς τραγουδίστριες του ελαφρού ρεπερτορίου. Χωρίς να έχει τη φωνή της Βέμπο ή της Δανάης, γνώριζε μεγάλη επιτυχία με τραγούδια όπως η «Βαγγελίτσα», ενώ μαζί με την αδελφή της και τη Βέρα Ζαβιτσιάνου απάρτιζαν το «Τρίο Σταρ». Στο πάλκο την πρωτοαντίκρισε και ο Φιλοποίμην Φίνος.
Ο έρωτας ήρθε κεραυνοβόλος και οι δυο τους έγιναν αχώριστοι. Η Τζέλλα παθιάστηκε με την αγάπη του για το σινεμά κι εκείνος παθιάστηκε με την Τζέλλα. Η σχέση του με τη χαρισματική τραγουδίστρια έγινε αφορμή να διορθωθεί η σχέση του Φίνου με τον πατέρα του. Πλήρως αφοσιωμένη στο σύντροφό της, η Τζέλλα Βανάκου πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά το πεντάγραμμο για να βρίσκεται στο πλευρό του Φίνου, που ετοιμαζόταν να κάνει το μεγάλο βήμα στην παραγωγή ταινιών.
Ο Φίνος ποτέ δεν παραστράτησε, ποτέ δεν κοίταξε με άλλο τρόπο κάποια από τις ωραίες γυναίκες που τον περιτριγύριζαν και ας είχε, ως παντοδύναμος παραγωγός, κάθε ευκαιρία.
Το όνομα της εταιρίας παραγωγής που δημιούργησε ήταν «Τζέλλα Φιλμς» και η πρώτη της ταινία το «Τραγού δι του χωρισμού», που βγήκε στις αίθουσες το 1939 σε σκηνοθεσία μάλιστα του ίδιου του Φίνου, με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Το φιλμ γυρίστηκε στα στούντιο που είχε δημιουργήσει ο Φίνος στο Καλαμά κι, τα οποία αργότερα καταστράφηκαν από τους Γερμανούς.
Η ταινία δεν έκανε επιτυχία, το επόμενο όμως φιλμ, η «Φωνή της καρδιάς», αν και προβλήθηκε μέσα στην Κατοχή, γνώρισε τεράστια ανταπόκριση, με τα πλήθη να κάνουν ουρές έξω από τους κινηματογράφους. Στην πρεμιέρα στο Ρεξ, ο κόσμος υποδεχόταν τους πρωταγωνιστές κρατώντας κεριά. Πρωταγωνιστούσαν ο θεατρικός «μύθος» Αιμίλιος Βεάκης, τον οποίο όμως ντούμπλαρε ο Τζαβαλάς Καρούσος, ο Δημήτρης Χορν, η Καίτη Πάνου και η έφηβη τότε Σμαρούλα Γιούλη.
Η εταιρία παραγωγής είχε πλέον μετονομασθεί σε Φίνος Φιλμ και είχε αρχίσει να ακολουθεί ανοδική πορεία, καθώς οι Έλληνες της Κατοχής διψούσαν για τις ελληνικές ταινίες, αφού οι άλλες που προβάλλονταν ήταν γερμανικής παραγωγής. ην ίδια στιγμή η σχέση του Φίνου με την Τζέλλα κόντευε να ξεπεράσει σε διάρκεια τη δεκαετία, ο γάμος τους όμως καθυστερούσε. Ο Φίνος, εργασιομανής, παθιασμένος με τη δουλειά του, απλώς δεν είχε χρόνο για γάμους και προετοιμασίες.
Ήταν τελικά ο Αλέκος Σακελλάριος εκείνος που έφερε έναν παπά στα γραφεία της εταιρίας, που βρίσκονταν στην οδό Στουρνάρη, και έτσι πραγματοποιήθηκε ο γάμος με την Τζέλλα. Ακόμη και εκείνη τη στιγμή όμως, ο Φίνος, πιεσμένος από τις υποχρεώσεις και την εργασιομανία του, είπε στον ιερέα μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Τέλειωνε παπά, γιατί έχουμε δουλειές». Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η δουλειά του. Τον φώναζαν «κατσαβιδάκια», γιατί γύρναγε συνεχώς με ένα κατσαβίδι στο χέρι.
Όταν αγόραζε μια καινούργια κάμερα, την έλυνε και την ξανασυναρμολογούσε, για να δει πώς ακριβώς λειτουργεί. Κάποτε ο Ντίνος Ηλιόπουλος τού έκανε δώρο ένα χρυσό κατσαβίδι… Ο Φίνος δεν ήταν τρυφερός, ούτε έλεγε γλυκόλογα, ούτε βέβαια μιλούσε για τα αισθήματά του, όπως άλλωστε ήταν το συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια. Οι άνθρωποι τους οποίους αγαπούσε όμως το γνώριζαν από τα έργα του.
Η μεγάλη του αδυναμία ήταν πάντα η Τζέλλα, η οποία επίσης δεν ήταν διαχυτική στην αγάπη της και έμοιαζε να μην ενδιαφέρεται για τρυφερότητες. Ο Φίνος από τη μεριά του ποτέ δεν παραστράτησε, ποτέ δεν κοίταξε με άλλο τρόπο κάποια από τις ωραίες γυναίκες που τον περιτριγύριζαν και ας είχε, ως παντοδύναμος παραγωγός, κάθε ευκαιρία.
Η δε Τζέλλα τού συμπεριφερόταν σαν να είναι ο θεός της, προσέχοντας το κάθε τι, ώστε όταν γυρνούσε κουρασμένος στο σπίτι να βρίσκει την ησυχία και την ηρεμία που είχε ανάγκη. Κάθε μεσημέρι τηλεφωνούσε στο θυρωρείο της οδού Στουρνάρη για να ρωτήσει ακριβώς την ώρα που έφυγε ο σύζυγός της, ώστε όταν φτάσει σπίτι, το πιάτο με το φαγητό του να έχει τη σωστή θερμοκρασία.
Η Τζέλλα Φίνου όμως δεν ήταν απλώς μια εξαιρετική νοικοκυρά, ιέρεια της οικογενειακής εστίας. Για τον Φίνο αντιπροσώπευε το μέσο θεατή και η γνώμη της ήταν νόμος. Όταν ο Δαλιανίδης γύρισε τον «Ξυπόλυτο Πρίγκιπα», η γενική άποψη στην εταιρία ήταν πως η ταινία είναι απογοητευτική και σκέφτονταν μήπως δεν τη βγάλουν στις αίθουσες. Η Τζέλλα επέμενε πως είναι εξαιρετική και πράγματι όταν προβλήθηκε έκοψε εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια.
Το αντίθετο συνέβη με την ταινία «Aliki my love», που ήταν η προσπάθεια του Φίνου να εξαγάγει το άστρο της Αλίκης Βουγιουκλάκη στη διεθνή αγορά. Στο φιλμ η Αλίκη μιλούσε αγγλικά και παρά τους άξιους συντελεστές –τον Χατζιδάκι στη μουσική, τον Ρούντολφ Ματέ στη σκηνοθεσία– δεν κατάφερε να αρέσει ούτε έξω, ούτε εδώ, κυρίως όμως ούτε στην κυρία Φίνου, που αποφάσισε μετά την πρώτη προβολή της ότι το φιλμ δεν πρέπει να προβληθεί ξανά
Ο Φιλοποίμην και η Τζέλλα δεν απέκτησαν παιδιά. Για τον Φίνο άλλωστε, που δεν είχε αδυναμία στις μικρές ηλικίες, «παιδιά» του ήταν οι ηθοποιοί που έπαιζαν στις ταινίες του, οι τεχνικοί που εργάζονταν στα στούντιό του και οι συνεργάτες του. Μεγάλη του αδυναμία ήταν βέβαια η Αλίκη Βουγιουκλάκη, με την οποία κοντραρίζονταν όσον αφορά τις αμοιβές και άλλες λεπτομέρειες, είχαν όμως ένα δεσμό οικογενειακό.
Δεν συγχώρεσε ποτέ μια από τις πρωταγωνίστριές της Finos Film που διέδιδε ότι ο Φίνος ήταν ετοιμοθάνατος τη στιγμή που εκείνος είχε ακόμη τις δυνάμεις του.
Δεν είναι τυχαίο ότι μαζί με την Τζέλλα ήταν οι ανάδοχοι του μονάκριβου γιου της, Γιάννη, στον οποίο είχαν μεγάλη αδυναμία. «Η νονά μου ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος», δήλωσε στην κηδεία της εκείνος. Παρότι η συνεργασία τους τερμάτισε με δικαστική διαμάχη, η φιλία τους δεν έληξε ποτέ.
Η Τζέλλα Φίνου ήταν στο πλευρό της Αλίκης μέχρι την τελευταία στιγμή. Ήταν το πρόσωπο στο οποίο έκανε το τελευταίο της τηλεφώνημα λίγες μέρες πριν από το θάνατό της. Η χήρα του Φίνου τής είχε στείλει ένα όμορφο δώρο και η Αλίκη, απόλυτα εξαντλημένη από την ασθένεια, επέμενε να την ευχαριστήσει έστω και από τηλεφώνου. Μπόρεσε να ψελλίσει μόνο ένα «ευχαριστώ πολύ, κυρία Τζέλλα», πριν το ακουστικό πέσει από το χέρι της…
Η μεγάλη αδυναμία του Φίνου και της συζύγου του όμως ήταν η Ζωή Λάσκαρη. Όταν έφτασε στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του ’50, τους τη γνώρισε ο Γιάννης Δαλιανίδης και το ζευγάρι ένιωσε αμέσως προστατευτική διάθεση απέναντι στο ορφανό από μητέρα και πατέρα κορίτσι. Την έχρισαν πρωταγωνίστρια, της έκλεισαν συμβόλαιο μόνιμης συνεργασίας και της βρήκαν ένα διαμέρισμα απέναντι από το δικό τους. Ζήτησαν μάλιστα να την υιοθετήσουν, εκείνη όμως αρνήθηκε.
Στο παρελθόν ήθελαν να υιοθετήσουν και το διευθυντή φωτογραφίας Νίκο Καβουκίδη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 όμως η χρυσή εποχή πλησίαζε στο τέλος της. Την ώρα που γίνονταν τα εγκαίνια των νέων στούντιο στην Παιανία, τα εισιτήρια όλο και λιγόστευαν με την έλευση της τηλεόρασης και ο Φίνος ήρθε αντιμέτωπος με τον καρκίνο. Την πρώτη μάχη την κέρδισε, μόνο και μόνο για να δει την εταιρία που με τόσο κόπο έστησε να χρεώνεται και να απαξιώνεται.
Με τη μεταπολίτευση ο παλιός εμπορικός κινηματογράφος έχασε τους θεατές τους, οι ταινίες δεν έκοβαν εισιτήρια και το στούντιο βυθίστηκε στα χρέη. Ο καρκίνος χτύπησε για δεύτερη φορά και η Τζέλλα Φίνου έβλεπε τον άνθρωπό της να λιώνει στα πόδια του. Δεν συγχώρεσε ποτέ μια από τις πρωταγωνίστριές του που διέδιδε ότι ο Φίνος ήταν ετοιμοθάνατος τη στιγμή που εκείνος είχε ακόμη τις δυνάμεις του.
Τελικά η μάχη χάθηκε το 1977 και η Τζέλλα έμεινε μετέωρη και υπερχρεωμένη. Τόσο πολύ ώστε σκεφτόταν να μην αποδεχτεί την κληρονομιά και να παραχωρήσει τα δικαιώματα των ταινιών στο κράτος. Χάρη σε παρέμβαση του Δημήτρη Χορν το ζήτημα των χρεών διευθετήθηκε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Τζέλλα, με δεξί της χέρι τον Γιώργο Τσαγκαράκη, κράτησε όρθια τη Φίνος Φιλμς με όλες της τις δυνάμεις. Κυκλοφόρησε τις ταινίες σε βίντεο και με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης πήρε τη μεγάλη ρεβάνς. Οι ταινίες σε κάθε προβολή τους της απέφεραν χιλιάδες ευρώ και τα κέρδη όλο και αυξάνονταν.
Η ίδια όμως παρέμεινε απλή, μένοντας πάντα στο διαμέρισμα επί της οδού Ευελπίδων, όπου έζησε με τον Φίνο. «Ποτέ δεν με ενδιέφεραν οι πολυτέλειες», είχε πει μερικά χρόνια πριν από το τέλος της. Πράγματι, το μόνο που την ενδιέφερε ήταν ο άνδρας της ζωής της και η συνέχιση και διατήρηση του έργου του. Κανείς δεν μπορεί να της αρνηθεί ότι στάθηκε επάξια στο πλευρό του…