Λίγα χρόνια πριν τον θάνατο του στις 30 Οκτωβρίου 2013 ο Νίκος Φώσκολος αφηγήθηκε την περιπετειώδη και μυθιστορηματική ζωή του στον Πάνο Γιαννακόπουλο και το Life&Style:
Στάθηκα τυχερός στη ζωή μου. Ό,τι έχω ζητήσει από τον Θεό, εκείνος μου το έδωσε. Έχω ζήσει πολλές χαρούμενες στιγμές και τώρα τις πληρώνω.
Γεννήθηκα από μάνα πολύ φτωχιά, στην Αθήνα, το 1927. Ξενόπλενε τα τραπεζομάντιλα, τα σεντόνια και τις πετσέτες από τα τραπέζια των καφενείων στην Πλάκα. Το ίδιο φτωχός ήταν και ο πατέρας μου. Η μάνα μου δεν πήγε καθόλου σχολείο, ενώ εκείνος έβγαλε τη Δευτέρα Δημοτικού και σταμάτησε. Όμως, κατάφερε και έγινε εργοδηγός. Έκανε ορισμένα από τα οχυρά της γραμμής Μεταξά. Δούλευε οκτώ πατώματα κάτω από τη γη. Έφτιαχνε, να καταλάβεις, μία πολυκατοικία βυθισμένη στο έδαφος. Μόνο τα πυροβολεία έβγαιναν πάνω στη γη. Κάτω ήταν τα διοικητήρια, τα νοσοκομεία, τα πάντα. Ήταν χαρισματικός. Σκέψου ότι ένας αμόρφωτος άνθρωπος μπόρεσε να δουλέψει ως υπεργολάβος. Έχω δει ανθρώπους να ξενυχτούν δίπλα στον πατέρα μου για να βλέπουν πώς κάνει τους υπολογισμούς και πώς σχεδιάζει τα έργα του.
Έφτιαχνε, να καταλάβεις, μία πολυκατοικία βυθισμένη στο έδαφος. Μόνο τα πυροβολεία έβγαιναν πάνω στη γη. Κάτω ήταν τα διοικητήρια, τα νοσοκομεία, τα πάντα. Ήταν χαρισματικός. Σκέψου ότι ένας αμόρφωτος άνθρωπος μπόρεσε να δουλέψει ως υπεργολάβος. Έχω δει ανθρώπους να ξενυχτούν δίπλα στον πατέρα μου για να βλέπουν πώς κάνει τους υπολογισμούς και πώς σχεδιάζει τα έργα του.
Ήμασταν δεμένη οικογένεια και, μάλιστα, σφιχτά. Παρόλο που είχα ένα μεγαλύτερο αδερφό και ένα χαρισματικό πατέρα, δεν τους θεώρησα ποτέ πρότυπα. Πρότυπα δημιούργησα μόνος μου, αργότερα, καθώς μεγάλωνα.
Σχολείο πήγα στην Αθήνα. Ήμουν καλός μαθητής, αλλά όχι σπασίκλας. Από τότε είχα ανακαλύψει την έφεσή μου στο γραπτό λόγο. Θυμάμαι ότι οι εκθέσεις μου διαβάζονταν κάθε εβδομάδα από τον καθηγητή στην υπόλοιπη τάξη. Κάποια μέρα, βρήκα στο δρόμο μία μικρή ξύλινη βιβλιοθήκη, που είχε ενσωματωμένο κι ένα μικρό γραφειάκι και την έφερα σπίτι. Η μεγαλύτερή μου χαρά ήταν οι ώρες που περνούσα σε εκείνη τη βιβλιοθήκη. Μου άρεσε να γράφω. Την είχα τοποθετήσει στο σαλόνι, το μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού. Το δεύτερο μεγάλο δωμάτιο ήταν η κουζίνα. Το αποχωρητήριο εκείνη την εποχή βρισκόταν έξω από το σπίτι, στην αυλή.
Ο εμφύλιος με βρήκε στην αρχή της εφηβείας μου. Πεινάσαμε πολύ στην κατοχή. Θυμάμαι με τον αδερφό μου φτιάξαμε ένα καρότσι, με δύο ρόδες ποδηλάτου, στο οποίο φορτώναμε γκαζόζες. Πηγαίναμε, με τα πόδια, από τον Αϊ Γιάννη –τη σημερινή Δάφνη– στο Άλσος της Νέας Σμύρνης για να τις πουλήσουμε στις Γερμανίδες μανάδες.
Η μοναδική φορά που φοβήθηκα στη ζωή μου ήταν τότε με τους Γερμανούς. Μία μέρα, ένας πιτσιρικάς του ΕΛΑΣ κρύφτηκε πίσω από μία πόρτα, κάπου στη Δάφνη, και πυροβόλησε ένα φορτηγό των Γερμανών που ήταν καθ’ οδόν για ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε οβίδες. Οι Γερμανοί έστειλαν αμέσως άγημα και μάζεψαν καμιά τριανταριά ανθρώπους που κυκλοφορούσαν στο δρόμο, μαζί κι εμένα με τον αδερφό μου. Μας έστησαν στον τοίχο για εκτέλεση στο θερινό κινηματογράφο Ορφέα. Όλοι έτρεχαν να κρυφτούν, φώναζαν κι έκλαιγαν. Εγώ και ο αδερφός μου πηδήξαμε μία μάντρα, βρεθήκαμε στον πίσω δρόμο και το σκάσαμε. Ήταν η μόνη φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου τρομαγμένο.
Η πρώτη μου δουλειά ήταν στη ραδιοφωνία. Μέχρι τότε παρακολουθούσα τα αστυνομικά έργα που έγραφε ο Διονύσης Ρώμας. Κάποια στιγμή, αποφάσισα να γράψω και εγώ ένα έργο, το οποίο να διαφέρει από αυτά που είχαν συνηθίσει οι ακροατές. Έγραψα κάτι για το Βυζάντιο, τους το παρουσίασα και το πήραν αμέσως. Αυτό στάθηκε η αιτία να με προσλάβουν ως υπάλληλο στην κρατική ραδιοφωνία. Ήξερα από την αρχή ότι θα τους αρέσει. Πάντα είχα αυτοπεποίθηση. Ήξερα ότι παρά την τόσο νεαρή μου ηλικία, το έργο ήταν αντικειμενικά καλό.
Προσλήφθηκα ως καλλιτεχνικός ρεπόρτερ, αλλά έκανα και όλο το ελεύθερο ρεπορτάζ. Το τι δολοφονίες και φασαρίες είχα δει, δεν το χωράει ο νους σου…
Την Καίτη τη γνώρισα στο Γυμνάσιο. Πηγαίναμε ακόμα σχολείο όταν παντρευτήκαμε. Όταν είπα στους γονείς μου τα νέα, αντέδρασαν. Δεν ήθελαν καθόλου να παντρευτώ σε τόσο μικρή ηλικία. Στο τέλος, βέβαια, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Βλέπεις, ήμουν αποφασισμένος. Είχα πάρει τον πατέρα της στο τηλέφωνο και του είχα πει: «Η κόρη σου είναι γυναίκα μου, κανόνισε». Πράγματι, εκείνος κανόνισε το γάμο μας και, μάλιστα, με κουμπάρο το Διοικητή Ασφαλείας. Όταν παντρεύτηκα, έφυγα από το σπίτι μου. Είχε η γυναίκα μου δικό της σπίτι. Ο πατέρας της είχε χτίσει δύο σπίτια, ένα για εκείνη και ένα για την αδερφή της, όταν ήταν ακόμα μωρά. Με την Καίτη κάναμε μαζί ένα γιο, τον Σπύρο.
Το 1949, πήγα στο στρατό και βγήκα από τη σχολή εφέδρων αξιωματικών το 1951. Είχα την ατυχία να πάρω κακή μετάθεση. Με έστειλαν στα σύνορα, στην Πομακία, που βρίσκεται στα ορεινά της Ξάνθης. Βρέθηκα σε ένα μέρος που δεν μιλούσα τη γλώσσα, που δεν είχε ούτε ένα καφενείο, ούτε και τίποτα να φάω. Στους πρώτους μήνες της θητείας μου ανέβηκε η γυναίκα μου μέχρι εκεί για να με συναντήσει να μου πει τα ευχάριστα. Ήταν έγκυος. Τρέλα κανονική! Χάρηκα πολύ με τα νέα. Όταν γύρισα από το στρατό, όμως, η γυναίκα μου είχε βαρεθεί να περιμένει τόσους μήνες κι είχε γνωρίσει άλλους. Ζήτησα διαζύγιο. Ζει ακόμα και έχουμε μείνει αγαπημένοι φίλοι. Είναι καταπληκτική γυναίκα…
Τότε, έπιασα δουλειά σε δύο εφημερίδες, το Εμπρός και τον Ανεξάρτητο Τύπο. Θυμάμαι ότι η εφημερίδα Εμπρός δεν πήγαινε καλά και θα ανανέωναν το συντακτικό προσωπικό. Τη διεύθυνση της εφημερίδας μόλις την είχε αναλάβει ο Κοκκινάκης, ο οποίος μου είπε να πάω να προτείνω θέματα, στήλες και ιδέες. Η μία από τις ιδέες μου ήταν να εκδώσει η εφημερίδα τα ελληνικά Όσκαρ. Τους άρεσε κι έτσι με προσέλαβαν. Μάλιστα, μπορώ ακόμα να θυμηθώ ότι τα περισσότερα βραβεία τα είχε κερδίσει η «Ζαΐρα» του Κώστα Ανδρίτσου. Αργότερα, προσλήφθηκα και στον Ανεξάρτητο Τύπο, ως καλλιτεχνικός ρεπόρτερ, αλλά έκανα και όλο το ελεύθερο ρεπορτάζ. Το τι δολοφονίες και φασαρίες είχα δει, δεν το χωράει ο νους σου…
Μετά, ασχολήθηκα σχεδόν αποκλειστικά με αστυνομικές ιστορίες, οι οποίες ξεκίνησαν τυχαία. Ήμουν νέο παιδί τότε και αναλάμβανα όλα όσα μου ανέθεταν. Κάποια στιγμή, ήθελαν να εντάξουν στην ύλη της εφημερίδας αστυνομικές ιστορίες. Έγραψα μία, τους άρεσε και μετά καθιέρωσαν τη στήλη, την οποία έγραφα αποκλειστικά εγώ. Ύστερα από αυτό, έγραψα αστυνομικές ιστορίες και για το θέατρο. Το πρώτο μου έργο, με τίτλο «Ο θάνατος θα ξαναρθεί», έκανε πολύ μεγάλη επιτυχία. Οι υπάλληλοι του θεάτρου κουβαλούσαν κασόνια από μπίρες από τα γύρω μαγαζιά για να μπορέσει να κάτσει ο κόσμος, που σχημάτιζε ουρές για να δει την παράσταση.
Έως τότε, ο κινηματογράφος έβγαζε μόνο «φουστανέλες», έργα δηλαδή που αναλάμβαναν να γυρίσουν οι πολύ μικρές εταιρίες παραγωγής της εποχής. Στην αρχή, έκανα και εγώ μία – δύο «φουστανέλες». Κάποια στιγμή, όμως, τους πέταξα στο τραπέζι ένα έργο ωριμότητας. Δεν ήταν άλλο από «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», το οποίο πήρε υποψηφιότητα για Όσκαρ, πράγμα ακατόρθωτο για εκείνη την εποχή. Η ταινία αυτή γυρίστηκε το 1965 και ήταν η αρχή της καριέρας μου με τη μία και μοναδική, την καλύτερη εταιρία, τη Φίνος Φιλμ.
Ο Φίνος με είχε ζητήσει και νωρίτερα δυο – τρεις φορές. Όμως, δεν πήγα γιατί είχα υποχρέωση στις μικρές εταιρίες. Κάποια μέρα, με πήρε τηλέφωνο ο γενικός διευθυντής του, ο Ζέρβας, και με ζήτησε σε ραντεβού. Μου είπαν ότι θα έδιναν αποζημίωση στις μικρές εταιρίες που συνεργαζόμουν, μου πρόσφερε υπερδιπλάσια χρήματα και με πήρε στο στρατόπεδό του. Ο Φίνος είχε κοφτερό μυαλό. Ήξερε να αναγνωρίζει τα αστέρια. Ήταν και άριστος γνώστης της καλλιτεχνικής πραγματικότητας.
Η συνεργασία μου με τον Φίνο ήταν και η πραγματική αρχή όλης μου της πορείας. Το όνομά μου άρχισε να γίνεται ευρέως γνωστό. Πολύ γρήγορα με αναγνώριζαν στο δρόμο. Από μικρός ήθελα να γίνω αναγνωρίσιμος και ήξερα ότι μπορούσα να το πετύχω. Όμως, ποτέ δεν κυνήγησα την προβολή. Όταν ερχόταν όμως, δεν την απέρριπτα.
Ήταν τέτοια η αγάπη του κόσμου, που όταν κυκλοφορούσα έξω, μου μιλούσαν οι πάντες. Αυτό ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση στη δουλειά μου. Όποιος καλλιτέχνης λέει το αντίθετο λέει τεράστιο ψέμα. Είναι το μεγαλύτερο βραβείο. Στις πρεμιέρες των ταινιών, ο κινηματογράφος ήταν γεμάτος από όρθιους θεατές. Αναγκαζόμουν να στριμωχτώ μαζί τους και να σκύβω να βρω ανάμεσά τους κάποιο άνοιγμα για να καταφέρω να δω την ταινία μου. Πήγαινα για φαγητό και αντί να τρώω κάνοντας παρέα με τους φίλους μου, υπέγραφα αυτόγραφα! Ακόμα και στο εστιατόριο Ideal, στην Πανεπιστημίου, ακριβώς δίπλα από τον κινηματογράφο Ρεξ, το ίδιο συνέβαινε. Και να σκεφτείς εκεί δεν πήγαιναν ούτε κοριτσάκια, ούτε μοδιστρούλες. Εκεί σύχναζε όλη η καλή κοινωνία και πολλοί καλλιτέχνες. Νομίζω πως αυτό το μαγαζί ήταν και το αγαπημένο στέκι του μακαρίτη του Κουν.
Μοιραία, η αναγνωρισιμότητα αύξησε τα φλερτ. Με κοίταξαν γυναίκες που δεν θα με κοιτούσαν στην περίπτωση που δεν ήμουν γνωστός. Ορισμένες έρχονταν μόνο επειδή ήμουν ο Φώσκολος. Αυτό δεν παγίδευε τόσο εμένα, όσο τη δεύτερη γυναίκα μου. Με τόσες γυναίκες να σε διεκδικούν, θα πεις 99 «όχι», αλλά το ένα θα είναι «ναι». Επειδή τα κρούσματα, όμως, ήταν πολλά, η δεύτερη γυναίκα μου, η Έλλη, βασανιζόταν.
Την Έλλη την είχα γνωρίσει στη ραδιοφωνία, όπου δουλεύαμε και οι δύο. Αυτή η κυρία με χώρισε. Με τη θέλησή της, μου δίπλωσε τα εσώρουχα και μου τα στοίβαξε επάνω στον πάγκο, ώστε να καταλάβω ότι θέλει να φύγω. Εγώ το παραδέχομαι: Ο χώρος στον οποίο κινούμουν και γύριζα μέρα – νύχτα πολλές φορές με παρέσυρε στον πειρασμό. Ήταν και ζήτημα πολλαπλότητας των προκλήσεων. Ήταν μεγάλες οι πιθανότητες να την πατήσεις με τόσες πολλές εκδηλώσεις θαυμασμού που είχες. Δεν στενοχωρήθηκα από το χωρισμό, διότι ήταν πολύ δίκαιη η απόφασή της. Ήταν μία αληθινή κυρία, της οποίας το ήθος δεν μπόρεσα να φτάσω ποτέ. Ήμουν ανάξιός της. Μαζί της απέκτησα την κόρη μου, την Ντέλλα.
Έμπαινα μες στην παγωμένη λίμνη στις οχτώ το πρωί, δίνοντας οδηγίες στον Καζάκο και στον Αντωνόπουλο, και γέμιζαν οι μπότες μου νερό.
Η καλή εποχή του κινηματογράφου άρχισε την επόμενη δεκαετία και κορυφώθηκε, βέβαια, τη δεκαετία του ’70. Ξέρεις πόσο σημαντικό είναι να σε βραβεύουν για το έργο σου; Αν κοιτάξεις στο σπίτι, θα δεις άπειρα βραβεία, τόσο για μένα όσο και για τις ταινίες μου. Δεν ήταν μόνο «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο». Ήταν «Οι Αδίστακτοι», που έγραψα για μία μικρότερη εταιρία παραγωγής, τη Σάββας Φιλμς, ήταν ο «Πυρετός στην Άσφαλτο», που τη σκηνοθέτησε ο Ντίνος Δημόπουλος, με τον οποίο ήμασταν φίλοι. Από τον καιρό, όμως, που άρχισα να σκηνοθετώ, δυστυχώς πάψαμε να βλεπόμαστε. Πήρα βραβεία για πολλές ταινίες. Πάντα έγραφα αστυνομικά, κοινωνικά έργα και δράματα. Ποτέ δεν είχα τάση και όρεξη να γράψω κωμωδίες.
Κάθε φορά που μου έλεγε ο Φίνος «Νίκο, πρέπει να κάνουμε μία καινούργια ταινία στον Κούρκουλο» ή στον οποιονδήποτε μεγάλο πρωταγωνιστή, του έλεγα να περιμένει μερικές μέρες ώστε να τη βρω. Κλεινόμουν σπίτι και έσπαγα το κεφάλι μου να βρω την υπόθεση. Μόνο όταν έβρισκα ολόκληρη την ταινία, με όλα τα στοιχεία που θα την έκαναν να ξεχωρίσει από τις ταινίες του συρμού, οι οποίες πουλούσαν στην Αθήνα από 110.000 μέχρι 150.000 εισιτήρια, την ανακοίνωνα στον Φίνο. Οι δικές μου ταινίες έκαναν πάνω από 650.000 εισιτήρια. Πολλοί τις κατηγορούσαν ως εμπορικές. Οι καλές ταινίες μοιραία γίνονται εμπορικές. Αποτυχία, από την άλλη, δεν έχω κάνει ποτέ. Αν έκανα τέτοια ταινία, θα έβγαινα να πω κι εγώ ότι έκανα «ταινία Τέχνης», όπως ισχυρίζονταν οι περισσότεροι.
Ο κόσμος έχει διαφορετική αντίληψη για τη δουλειά μας. Βλέπει το αποτέλεσμα και δεν σκέφτεται τα παρασκήνια και την προετοιμασία. Πολλές φορές, ειδικά στον κινηματογράφο, ήμουν υποχρεωμένος να γυρίζω ταινίες στη βαρυχειμωνιά. Θυμάμαι έντονα ένα γύρισμα στη λίμνη, κοντά στην ορεινή Γκούρα, της Βόρειας Ελλάδας. Έμπαινα μες στην παγωμένη λίμνη στις οχτώ το πρωί, δίνοντας οδηγίες στον Καζάκο και στον Αντωνόπουλο, και γέμιζαν οι μπότες μου νερό. Σε τόσο αντίξοες συνθήκες γυρίστηκε η ταινία «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω». Αυτή είναι η αγαπημένη μου ταινία, όχι μόνο για την ποιότητα και το περιεχόμενό της, αλλά και γιατί ήταν η πρώτη ταινία που γύρισα ως σκηνοθέτης. Δεν ένιωθα κούραση τότε. Όταν τελείωνε το γύρισμα, αργά το βράδυ, έπαιρνα το τουφέκι μου και πήγαινα για κυνήγι.
Όταν είχαμε εξωτερικά γυρίσματα, μαζευόταν πολύς κόσμος. Οι πιο θαρραλέοι έρχονταν, σου έλεγαν το όνομά τους, σου έσφιγγαν το χέρι και σου έλεγαν συγχαρητήρια. Τη δεκαετία του ’70, εκτός από τον κινηματογράφο, πέρασα στο βίντεο και την τηλεόραση.
Το 1971 γύρισα τον «Άγνωστο Πόλεμο» για την κρατική τηλεόραση. Λένε ότι έσπασε κάθε παγκόσμιο ρεκόρ θεαματικότητας. Εκείνη την εποχή δεν είχαν τηλεόραση όλα τα σπίτια. Έτσι, έπαιρνε ο καθένας την καρέκλα του και πήγαινε σε όποιο σπίτι της γειτονιάς υπήρχε τηλεόραση για να παρακολουθήσει τη σειρά. Στη Μυτιλήνη υπήρχε ένα βουνό σε ένα χωριό το οποίο εμπόδιζε την καλή λήψη. Έτσι, έφευγε η μισή Μυτιλήνη από τα σπίτια τους και περνούσε στην άλλη πλευρά του νησιού, ώστε να μπορέσει να δει το επεισόδιο. Θυμάμαι ότι, σε κάποιο άλλο νησί, ο δάσκαλος ήταν αρθρογράφος στην τοπική εφημερίδα. Μάλιστα, έγραψε ένα από τα πιο συγκινητικά αποσπάσματα που διάβασα για μένα. Έγραψε χαρακτηριστικά: «Πριν από τον “Άγνωστο Πόλεμο” οι προίκες ήταν στη ρούγα, δηλαδή στην πλατεία. Μετά τη σειρά, πήγαν όλες ψηλά, στα υψώματα, όπου έψαχναν καλό σήμα για να δουν τον “Άγνωστο Πόλεμο”».
Θυμάμαι ότι ήταν η εποχή της χούντας και εγώ δεν ήθελα να το κάνω. Βαριόμουν τα προβλήματα που θα μας προκαλούσαν. Ο Νικολαρέας της κρατικής με έπεισε. Έγραψα, λοιπόν, ένα έργο εναντίον του φασισμού έτσι ώστε να μην μπορέσουν να με κατηγορήσουν για τίποτα. Μόλις είχα κάνει την ταινία «Κονσέρτο για πολυβόλα». Αυτή την ταινία μετέφερα στα πρώτα επεισόδια του «Άγνωστου Πολέμου». Με τα χρόνια προσθέσαμε πολλά πράγματα.
Την κρίση της δεκαετίας του ’80 δεν τη νιώσαμε όσοι δουλεύαμε στου Φίνου. Αυτοί που κατηγορούσαν ότι γίνονταν προχειροδουλειές και ότι ο ελληνικός κινηματογράφος έχανε την ταυτότητά του με τις λεγόμενες «εμπορικές» ταινίες ήταν εκείνοι που δημιουργούσαν ταινίες για να τις δουν χίλιοι άνθρωποι και παρίσταναν ότι η δουλειά τους έχει τεράστια ποιοτική αξία. Μπορεί να είναι κι έτσι, πάντως αν ρωτάς τη γνώμη μου δεν το πιστεύω. Ο Φίνος δούλευε σοβαρά.
Θυμάμαι άλλο ένα περιστατικό με την Αλίκη. Πρόκειται για την ταινία «Υπολοχαγός Ναυσικά». Έτσι την είχα ονομάσει. Όταν διάβασε το σενάριο ήρθε και μου είπε: «Είναι “Νατάσσα”». Μάλιστα, έλεγε το όνομα με παχύ σίγμα.
Τους αγαπούσα τους ηθοποιούς μου. Ορισμένοι μού το αναγνώρισαν, άλλοι πάλι όχι. Έτσι γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Άλλοι έγιναν φίλοι μου, λέγοντας «ευχαριστώ», και άλλοι όταν έφευγαν έκαναν ότι δεν με ξέρουν. Από τους πρωταγωνιστές μου, έχω να θυμάμαι πολλές ιστορίες… Θυμάμαι τον Κούρκουλο –τον κατεξοχήν πρωταγωνιστή μου– σε ένα γύρισμα στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Ο Νίκος περπατούσε σε κάτι σωλήνες παριστάνοντας το μεθυσμένο και δίπλα υπήρχε ένα κενό τριάντα μέτρων. Κάποια στιγμή, του ζήτησα να κάνει μερικά χαριεντίσματα για την ταινία και εκείνος άρχισε να χορεύει δίπλα στο κενό. Τρελάθηκα από το φόβο μου.
Η Καρέζη έπαιζε με τις ώρες τάβλι με τον Καζάκο. Κάποια στιγμή, της έστειλα ένα σημείωμα: «Νόμιζα ότι θα γυρίζαμε ταινία και στα διαλείμματα θα παίζαμε τάβλι. Βλέπω ότι παίζουμε τάβλι και στα διαλείμματα γυρίζουμε την ταινία». Από την Αλίκη θυμάμαι ότι είχε τρέλα με τα ρούχα της. Όταν την κρεμάσαμε στον τοίχο για το γύρισμα και έπρεπε να φορέσει ένα φτωχικό ρούχο, εκείνη φόρεσε μεταξωτό. «Τι φόρεσες εκεί;», τη ρωτάω. «Νίκο μου, δεν δείχνει ο φακός την ποιότητα», μου απάντησε. Όμως, ο φακός τα δείχνει όλα. Έτσι όπως ήταν δεμένη, έπιασα το φόρεμα, το έσκισα και το γέμισα με λάσπες. Φώναζε πολύ, αλλά το χαιρόταν κιόλας. Κατά βάθος, της άρεσαν αυτά, επειδή έβλεπε την αφοσίωσή μου στη δουλειά. Θυμάμαι άλλο ένα περιστατικό με την Αλίκη. Πρόκειται για την ταινία «Υπολοχαγός Ναυσικά». Έτσι την είχα ονομάσει. Όταν διάβασε το σενάριο ήρθε και μου είπε: «Είναι “Νατάσσα”». Μάλιστα, έλεγε το όνομα με παχύ σίγμα. Έτσι προέκυψε το τελικό όνομα της ταινίας.
Το 1991 μπήκα στην ιδιωτική τηλεόραση με την καθημερινή σειρά «Λάμψη» και λίγο καιρό αργότερα με το «Καλημέρα Ζωή». Οι σειρές αυτές έκαναν ρεκόρ επεισοδίων και γράφτηκε στο Βιβλίο Γκίνες. Η ελληνική τηλεόραση σήμερα και έχει εξωκύλει και αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες. Τα αξιόλογα πράγματα γενικώς τα αποφεύγουν, γιατί δεν κάνουν υψηλές θεαματικότητες.
Ποτέ δεν σήκωσα τον αμανέ επειδή έγινα γνωστός σκηνοθέτης. Ποτέ δεν νόμισα ότι ήμουν κάποιος. Το μόνο που πιστεύω για μένα είναι ότι δούλεψα σκληρά.
Όλα εξελίχθηκαν φυσιολογικά. Ποτέ δεν επεδίωξα κάτι. Από την αρχή αγαπούσα το σενάριο. Δούλεψα πολύ τα έργα μου. Γι’ αυτό γνώρισαν αυτή την επιτυχία. Χρηματοκυνηγός δεν υπήρξα ποτέ, γι’ αυτό και σήμερα δεν είμαι πλούσιος. Αν ημουν χρηματοκυνηγός, θα γύριζα τις ταινίες μόνος μου, θα έκανα τον παραγωγό και θα έπαιρνα τα λεφτά. Επίσης, δεν ήμουν ποτέ διπλωμάτης. Έλεγα τα πράγματα όπως τα σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή. Έλεγα αλήθειες. Ευτυχώς, τα παιδιά μου μεγάλωσαν καλά. Δεν πέρασαν όσα πέρασα εγώ. Τα κοσμικά σαλόνια ποτέ δεν μου άρεσαν. Δεν μπορούσα και πρακτικά, από θέμα χρόνου. Τώρα που μπορώ, δεν μου το επιτρέπει το κάταγμα που υπέστην…
Ποτέ δεν σήκωσα τον αμανέ επειδή έγινα γνωστός σκηνοθέτης. Ποτέ δεν νόμισα ότι ήμουν κάποιος. Το μόνο που πιστεύω για μένα είναι ότι δούλεψα σκληρά. Ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος θα ήμουν αν πουλούσα αβγά ή ντομάτες. Χαίρομαι που έμεινα ταπεινός μέχρι το τέλος. Χαίρομαι που τώρα στα γεράματα κατάλαβα ορισμένα πράγματα για την κοινωνία, που δεν είχα προλάβει να ζήσω.
Η τρίτη μου γυναίκα, η τωρινή, λέγεται Τόνια. Μου είχε πει κάποτε ο Νίκος Βασταρδής, ο δάσκαλός της στη δραματική σχολή, για ένα κορίτσι που είχε εξαιρετικό ταλέντο. Μία μέρα δώσαμε ραντεβού για να τη γνωρίσω και από εκεί ξεκίνησε μία ιστορία που εξελίχθηκε ομαλά. Είχα μόλις χωρίσει από την Έλλη. Παιδιά με την Τόνια δεν κάναμε. Δεν έκανα τότε και τώρα πια δεν μπορώ να κάνω. Είναι ένας άγγελος. Κάθεται κλεισμένη σπίτι και με περιποιείται όλη τη μέρα, τραγουδώντας.
Πριν από περίπου επτά χρόνια, βγήκα με κάτι φίλους μου για φαγητό. Ένιωθα 20 χρόνων ως τότε. Σκέψου ότι έγραφα δύο έργα ημερησίως. Με το που κάθισα στην καρέκλα άρχισαν οι πόνοι. Έπαθα στρίψιμο του εντέρου. Έκανα τρεις χειρουργικές επεμβάσεις μέσα σε λίγους μήνες. Στη συνέχεια υπέστην και δύο κατάγματα. Παλιά, περπατούσα χιλιόμετρα. Τώρα είκοσι βήματα κάνω και κουράζομαι.
Στάθηκα τυχερός στη ζωή μου. Ό,τι έχω ζητήσει από τον Θεό, εκείνος μου το έδωσε. Έχω ζήσει πολλές χαρούμενες στιγμές και τώρα τις πληρώνω. Είμαι κλεισμένος σπίτι μου. Ούτε φυλακισμένος να ήμουν. Βέβαια, γίνεται συνειδητά. Από τη στιγμή που δεν μπορώ να είμαι ο Νίκος που ήμουν, δεν μπορώ να βγω. Ήμουν πάντα χαρούμενος, ξέρεις. Αν δεν είχα αυτή τη γυναίκα που έχω, δεν ξέρω πώς θα τα έβγαζα πέρα. Η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου είναι το σήμερα. Κάθε μέρα είναι ένας εφιάλτης. Αν είχα ένα πιστόλι θα είχα αυτοκτονήσει χίλιες φορές. Δεν έχω όμως και δεν μπορώ να βρω… Το θάνατο δεν τον φοβάμαι καθόλου. Τη διαδικασία φοβάμαι. Περισσότερο σκέφτομαι την ανημποριά. Δεν θέλω να φτάσω στο σημείο να λερώνομαι επάνω μου…