«Μια νύχτα στη Βεγγάζη / να βγω φωτογραφία / στα φώτα κάποιου βαποριού / στα χέρια τ’ αγοριού» έγραφε η Λίνα Νικολακοπούλου το 1985, τότε που ακόμα o ενθουσιασμός και η ανυπομονησία του τυπώματος των φωτογραφιών μετρούσε αντίστροφα από τη στιγμή που θα ακουγόταν το "κλικ" μέχρι το πολύπαθο και χιλιοακουσμένο "πάλι βγήκα με κλειστά μάτια, ρε γαμώτο"».
Για όσους από εμάς μεγαλώσαμε στην προ- ψηφιακή εποχή, η φωτογραφία με φιλμ ήταν μια πολύ πιο περιεκτική, ενδεχομένως και μεταφυσική, εμπειρία από τις σειριακές ίνσταντ εικόνες των έξυπνων κινητών-πολυβόλων, που φτύνουν σέλφι.
Εμπεριείχε το άγνωστο και το απρόβλεπτο κι αυτό με κάποιο τρόπο ενίσχυε τη γοητεία του χάους που μας περιβάλλει ενώ ταυτόχρονα το φευγαλέο χαμόγελο περνούσε στην αιωνιότητα.
Παραδίδαμε τα ρολά με το φιλμ στο φωτογραφείο της γειτονιάς και περιμέναμε μέρες ή και εβδομάδες για να πάρουμε πίσω τις εκτυπωμένες φωτογραφίες μας -ακόμα κι αυτές με τα κομμένα κεφάλια, τα φλας που δεν λειτούργησαν ή τα φλας που άστραψαν και βρόντηξαν καίγοντας τα πάντα στο πέρασμά τους, τα ζαβά καδραρίσματα, τις λάθος πόζες.
Στην αρχή ήταν μια Agfa με το λογότυπο στον κόκκινο ρόμβο και το εξωτερικό φλας, που γύριζε ανά λήψη και έκανε ένα σχεδόν σαιξπηρικό «τσαφ!», τόσο δραματικό και τόσο αστείο ενώ έβλεπες τη λυχνία να καίγεται μπροστά στα μάτια σου.