Με έχει στοιχειώσει μια εικόνα. Αύγουστος 2015. Μόλυβος Λέσβου. Είναι το καλοκαίρι που ξεσπά η προσφυγική κρίση και το νησί γεμίζει Σύρους πρόσφυγες. Είμαστε στην παραλία της Εφταλούς και απολαμβάνουμε το μπάνιο μας ενώ περνάνε κατά διαστήματα από το δρόμο μπροστά από την παραλία οικογένειες, παρέες, έφηβοι που έχουν κάνει μία διαδρομή από χωματόδρομο –εκεί που έσκασε η βάρκα τους- χωρίς πουθενά να έχουν βρει ίσκιο.
Κάποια στιγμή ο δρόμος αδειάζει.
Ακούμε φωνές και γέλια και ξενοιασιά. Έρχονται στην παραλία τρία χαρούμενα έφηβα μελαμψά αγόρια, εξοντωμένα από τη ζέστη και την κούραση, βγάζουν τα ρούχα τους και μπαίνουν με το εσώρουχο στη θάλασσα. Δεν τους ένοιαζε ποιος τους βλέπει. Δεν τους ένοιαζε να κολυμπήσουν. Μπορεί και να μην ήξεραν. Αφέθηκαν απλά στην ηρεμία της θάλασσας. Ελεύθεροι και ασφαλείς αυτή τη φορά. Σ’ αυτήν την ίδια θάλασσα που ίσως ένα βράδυ πριν, διεκδικούσαν την ελευθερία τους βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους.
Αφέθηκαν απλά στην ηρεμία της θάλασσας. Ελεύθεροι και ασφαλείς αυτή τη φορά. Σ’ αυτήν την ίδια θάλασσα που ίσως ένα βράδυ πριν διεκδικούσαν την ελευθερία τους βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους.
Σαν καρέ από ταινία μού έρχονται και άλλες εικόνες στο μυαλό από εκείνο το καλοκαίρι. Πάλι στην παραλία, λίγο μετά την Εφταλού αυτή τη φορά. Πάλι ήμασταν μέσα στη θάλασσα και βλέπουμε από μακριά μία φουσκωτή βάρκα. Ίσα που φαινόταν από το βάρος των ανθρώπων. Μπορεί να ήταν και 80 άτομα επάνω της. Δεν τα μέτρησα. Άκουγα απλά να πλησιάζει το κλάμα των μωρών που εξέπεμπαν σήμα κινδύνου και τις μητέρες τους να φωνάζουν από τρόμο μην πνιγούν. Το μητρικό μου ένστικτο ήταν σε εγρήγορση. Κατεβαίνει από τη βάρκα ένας άνδρας αρκετά μέτρα από την παραλία και σκάει τη βάρκα για να μπορούν να δηλώσουν ναυαγοί.