Το μαγαζάκι της γωνίας στερούνταν αγωνίας

Το μαγαζάκι της γωνίας στερούνταν αγωνίας 1

Η νομοτελειακή ανάγκη μας για την «επόμενη φάση», το μπαταρισμένο αλγοριθμικό γούστο και η αναζήτηση γρήγορου κέρδους οδηγούν στο κλείσιμο των μικρών, εμπορικών καταστημάτων. Τη θέση τους παίρνουν προκάτ τσαρδιά με αδιάφορη αύρα και ομοιόμορφη σύνθεση. Κρίμα.

ΑΠΟ ΕΦΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

«Κηρομπογιές; Όχι, δεν έχουμε. Αυτά τα είδη τα καταργήσαμε για όσο κρατήσει το λοκντάουν» εξηγεί ο υπάλληλος του σούπερ μάρκετ, μέσα από τη μάσκα του, μια πάναπλη, γαλάζια, ιατρική μάσκα.

Φεύγω φουριόζα.

«Πού θα βρω, άραγε, κηρομπογιές;», σπάω το κεφάλι μου. Θα τις χρειαστώ σε λίγες ώρες, μη ρωτάς γιατί, οπότε δεν προλαβαίνω να τις παραγγείλω ιντερνετικά (σε λίγο καιρό, θα πατάς το κουμπί και σε μισή ώρα το αντικείμενο του πόθου σου θα είναι έξω από την πόρτα σου, σαν τα σουβλάκια, αλλά ακόμα δε γίνεται, aspetta).

Ρωτάω μια φίλη με κόρη στην εφηβεία, «είχαμε αλλά τις πετάξαμε» μου λέει, λογικό. Ρωτάω σε δυο τρία περίπτερα. «Τσου» είναι η απάντηση. Ρωτάω σε έναν φούρνο. Παθέτικ, εντάξει.

Μπαίνω σε ένα παλαιάς κοπής ψιλικατζίδικο, όχι σε κάποιο νουβό kiosk. «Κηρομπογιές, κάπου έχω, ναι» λέει ο ιδιοκτήτης/ υπάλληλος, ενώ χάνεται πίσω από το σταντ με τα Δρακουλίνια και το ψυγείο με τα παγωτά, σε ένα υπερφορτωμένο σύμπαν ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων, που καμία σπιθαμή του δεν αναπνέει ελεύθερη αλλά καμία δυσαρέσκεια δεν προκαλείται από αυτό το ποικιλόχρωμο στοίβαγμα -αντιθέτως.

Το μαγαζάκι της γωνίας στερούνταν αγωνίας 2
«Γιατί όλα τα café φαίνονται ίδια;». Μια εύλογη απορία που συνοψίζει μέσα σε πέντε λέξεις την αλήθεια της νέας, γενναίας, χίπστερ coffee society.

Ο ιδιοκτήτης/ υπάλληλος σκύβει, χάνεται από τα μάτια μου, σηκώνεται και ιδού το πολυπόθητο κουτάκι με τα crayons, εμφανίστηκε σαν λαγός από το καπέλο σε ντεμοντέ κόλπο ταχυδακτυλουργού, σαν ανάμνηση από την ηλικία των έξι, που η ΙΟΝ έκανε 5 δραχμές και λεγόταν «πλάκα σοκολάτας», σαν σκηνή από κάποιο Mad Max που ακόμα δεν έχει γυριστεί.

Ποτέ δε φανταζόμουν ότι στην ενήλικη ζωή μου θα χαιρόμουν τόσο πολύ επειδή κατάφερα να βρω μια δεκάδα κηρομπογιές. Δεν είμαι σίγουρη ότι η συνειδητοποίηση αυτής της χαράς με κάνει χαρούμενη.

Αυτή η μικρή ιστορία είναι μια φεϊσμπουκική ανάμνηση από τις 18 Νοεμβρίου του 2020, την οποία θυμήθηκα τις προάλλες, που διάβαζα στον Guardian ένα άρθρο με τίτλο «Γιατί όλα τα café φαίνονται ίδια;». Μια εύλογη απορία που συνοψίζει μέσα σε πέντε λέξεις την αλήθεια της νέας, γενναίας, χίπστερ coffee society.

Όπως και στη δική μου ιστορία με τις κηρομπογιές που η έκπληξη ήρθε από ένα στέκι πολλών χρόνων, που συλλέγει στιγμές -και αράχνες ίσως- μέσα στο μαξιμαλιστικό του διάκοσμο, όπου η τάξη ορίζεται από την άναρχη αταξία του χώρου και το συναίσθημα εμφανίζεται πίσω από κάθε ράφι ξεχειλισμένο από πράγματα και ζωή, έτσι και στην περίπτωση του Kyle Chayka, ο οποίος υπογράφει το άρθρο στον Guardian, η φαεινή ιδέα ήρθε μια τυχαία μέρα, σε μια τυχαία πόλη του κόσμου, ενώ απολάμβανε τον καφέ του σε ένα από τα café που συχνάζουν αυτός και οι όμοιοί του.

«Συχνά πληκτρολογούσα “hipster coffee shop” στη γραμμή αναζήτησης. Ήταν το είδος του καφέ στο οποίο θα ήθελε να πηγαίνει κάποιος σαν εμένα -ένας δυτικός, εικοσάρης, διαδικτυακά μυαλωμένος millennial με έντονη συνείδηση του γούστου του.

»Αναπόφευκτα, θα μπορούσα να εντοπίσω γρήγορα ένα καφέ ανάμεσα στα αποτελέσματα της αναζήτησης που είχε τις απαιτούμενες ιδιότητες: Άπλετο φως της ημέρας μέσα από μεγάλες βιτρίνες, ξύλινα τραπέζια βιομηχανικού μεγέθους για προσβάσιμα καθίσματα, φωτεινό εσωτερικό με τοίχους βαμμένους λευκούς ή καλυμμένους με πλακάκια του μετρό και wifi διαθέσιμο για να δουλεύεις ή να χρονοτριβείς» εξηγεί ο Chayka παραλείποντας να προσθέσει και μια ευμεγέθη γλάστρα από κάποιο παχύφυτο ή κάκτο καθώς και το κλασικό τοστ-αβοκάντο.

«Αυτά τα καφέ είχαν όλα υιοθετήσει παρόμοια αισθητική και προσέφεραν παρόμοια μενού, αλλά δεν είχαν αναγκαστεί να το κάνουν από μια μητρική εταιρεία ή μια αλυσίδα όπως τα Starbucks που αντιγράφει τον εαυτό της.

»Αντιθέτως, παρά τον τεράστιο γεωγραφικό τους διαχωρισμό και την πλήρη ανεξαρτησία τους μεταξύ τους, από τη Νέα Υόρκη και το Βερολίνο μέχρι το Ανατολικό Λονδίνο και την Αθήνα, τα καφέ είχαν όλα οδηγηθεί στο ίδιο τελικό σημείο. Η απόλυτη έκταση της ομοιότητας ήταν πολύ σοκαριστική και πολύ νέα για να είναι τόσο βαρετή» συνεχίζει το άρθρο της Guardian και προχωράει στη μεγάλη –ταρατατζούμ- διαπίστωση.

«Η θεωρία μου είναι ότι όλα τα φυσικά μέρη που συνδέονται μεταξύ τους με εφαρμογές έχουν, τελικά, έναν τρόπο να μοιάζουν μεταξύ τους. Στην περίπτωση των καφετεριών, η ανάπτυξη του Instagram έδωσε στους διεθνείς ιδιοκτήτες καφετεριών και στους baristas έναν τρόπο να ακολουθούν ο ένας τον άλλον σε πραγματικό χρόνο και σταδιακά, μέσω αλγοριθμικών συστάσεων, να αρχίσουν να καταναλώνουν τα ίδια είδη περιεχομένου.

»Όταν μια καφετέρια είναι οπτικά ευχάριστη, οι πελάτες νιώθουν ενθαρρυμένοι να την αναρτήσουν με τη σειρά τους στο δικό τους Instagram ως καμάρι του τρόπου ζωής» καταλήγει ο Chayka φωτίζοντας μια σκοτεινή, ανικανοποίητη σκέψη που κυκλοφορεί στο μυαλό όλων μας αλλά λίγοι τη βάζουν σε λόγια: «Που πήγε η αυθεντικότητα, βρε παιδιά;».

Η απάντηση ξεπηδάει αυθόρμητα: «Πίσω από τη μονστέρα είναι».

*Πηγή φωτογραφιών: Unsplash.com

SHARE THE STORY