«Κηρομπογιές; Όχι, δεν έχουμε. Αυτά τα είδη τα καταργήσαμε για όσο κρατήσει το λοκντάουν» εξηγεί ο υπάλληλος του σούπερ μάρκετ, μέσα από τη μάσκα του, μια πάναπλη, γαλάζια, ιατρική μάσκα.
Φεύγω φουριόζα.
«Πού θα βρω, άραγε, κηρομπογιές;», σπάω το κεφάλι μου. Θα τις χρειαστώ σε λίγες ώρες, μη ρωτάς γιατί, οπότε δεν προλαβαίνω να τις παραγγείλω ιντερνετικά (σε λίγο καιρό, θα πατάς το κουμπί και σε μισή ώρα το αντικείμενο του πόθου σου θα είναι έξω από την πόρτα σου, σαν τα σουβλάκια, αλλά ακόμα δε γίνεται, aspetta).
Ρωτάω μια φίλη με κόρη στην εφηβεία, «είχαμε αλλά τις πετάξαμε» μου λέει, λογικό. Ρωτάω σε δυο τρία περίπτερα. «Τσου» είναι η απάντηση. Ρωτάω σε έναν φούρνο. Παθέτικ, εντάξει.
Μπαίνω σε ένα παλαιάς κοπής ψιλικατζίδικο, όχι σε κάποιο νουβό kiosk. «Κηρομπογιές, κάπου έχω, ναι» λέει ο ιδιοκτήτης/ υπάλληλος, ενώ χάνεται πίσω από το σταντ με τα Δρακουλίνια και το ψυγείο με τα παγωτά, σε ένα υπερφορτωμένο σύμπαν ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων, που καμία σπιθαμή του δεν αναπνέει ελεύθερη αλλά καμία δυσαρέσκεια δεν προκαλείται από αυτό το ποικιλόχρωμο στοίβαγμα -αντιθέτως.
«Γιατί όλα τα café φαίνονται ίδια;». Μια εύλογη απορία που συνοψίζει μέσα σε πέντε λέξεις την αλήθεια της νέας, γενναίας, χίπστερ coffee society.