To bullying στα χρόνια που δεν είχε όνομα

To bullying στα χρόνια που δεν είχε όνομα 1

Σκέψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα από ένα πρώην θύμα ενδοσχολικής βίας. Εμένα.

ΑΠΟ ΜΙΚΑΕΛΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

Δεν ξέρω πώς γίνεται αλλά τις περισσότερες φορές όταν βρίσκεται μία λύση σ’ ένα πρόβλημα, τότε ανακινώ το πρόβλημα περισσότερο. Προχθές που ανακοινώθηκαν τα μέτρα για την ενδοσχολική βία και είδαμε το συγκλονιστικό σποτ, συζητούσα με τον σύντροφό μου πόσο σημαντικό είναι που υπάρχει ένα πλαίσιο συνεπειών και μία ενθάρρυνση και ενδυνάμωση να ανοίξουν στόματα και να μιλήσουν τα θύματα και το περιβάλλον τους και θυμήθηκα τι ζήσαμε εμείς στην εφηβεία. «Έλα μωρέ, πού τα θυμάσαι;», μου λέει. Μα δεν τα ξέχασα ποτέ. Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν ξεχνάς το φόβο, την ανασφάλεια, την χωρίς λόγο ενοχή απλά επειδή υπάρχεις και συμβιώνεις στο προαύλιο ενός σχολείου και στην τάξη με άλλα 20-25 παιδιά.  Και όχι απλά δεν ξεχνάς, οι πληγές είναι εκεί, τα σημάδια είναι εκεί σε τέτοιο βαθμό που τα χρόνια εκείνα σου σμιλεύουν με τον τρόπο τους κομμάτια αυτού που είσαι σήμερα. Ή κομμάτια αυτού που θέλεις να μην είσαι σήμερα.

Γιατί και στην εποχή του «κρυφού» σχολειού που πηγαίναμε, υπήρχε αυτό που σήμερα πήρε όνομα και έγινε εξειδίκευση στην ψυχολογία: Μιλώ φυσικά για το bullying, την ενδοσχολική βία, την  σωματική, ηθική και ψυχολογική παρενόχληση και κακοποίηση.

Μέχρι σήμερα και μετά από χρόνια ψυχοθεραπείας, παλεύω να αποτινάξω από πάνω μου το μοτίβο του φόβου που νιώθω όταν βρεθώ σ’ ένα περιβάλλον με πολύ κόσμο (βλέπε προαύλιο) για να μην ενοχλήσω, να μην «προκαλέσω» το θυμό ή την ένταση κάποιου. Να τα κάνω όλα σωστά και διακριτικά για να μην διαφέρω, να φερθώ ευγενικά… «Είμαστε θαύματα φτιάγμενοι από τραύματα», λέει σ’ ένα τραγούδι της η Παυλίνα Βουλγαράκη και αυτό φαίνεται κάπως παρηγορητικό για την εξέλιξη των τραυμάτων μας από μικρή ηλικία. Όμως δεν είναι πάντα έτσι.

Εμένα αυτό το κουσούρι μου έμεινε από εκείνα τα χρόνια. Τότε που τα πράγματα ήταν πιο αθώα, τότε που «εντάξει μωρέ, ήμασταν παιδιά!». Τότε που τo bullying δεν είχε όνομα και ο πιο δυνατός (αδύναμος επί της ουσίας) δεν λεγόταν bully, θύτης (όπως πλέον μπορούμε να τον λέμε), ήταν απλά ο πιο «δημοφιλής» του σχολείου, ο ωραίος, ο αγαπητός, τίτλοι που του έδιναν την εξουσία να αλωνίζει αναίσθητα στις ψυχές των συμμαθητών του. Πώς γίνεται, σκεφτόμουν κάποτε, ένας τέτοιος τύπος ανθρώπου να «μυρίζεται»  τον αδύναμο, τον ευαίσθητο, τον διαφορετικό, να τον στοχοποιεί και να τον κάνει θύμα του; Και μετά μου ερχόταν στο μυαλό το θηρίο που φερμάρει το θήραμα, το ακινητοποιεί για να το κατασπαράξει. Νόμος της ζούγκλας, δηλαδή. Όμως στα ζώα, δεν υπάρχει το μίσος για το διαφορετικό, υπάρχει μόνον η ανάγκη για επιβίωση.

Στην εποχή του «κρυφού» σχολειού που πηγαίναμε, υπήρχε αυτό που σήμερα πήρε όνομα και έγινε εξειδίκευση στην ψυχολογία: Μιλώ φυσικά για το bullying, την ενδοσχολική βία, την  σωματική, ηθική και ψυχολογική παρενόχληση και κακοποίηση.
To bullying στα χρόνια που δεν είχε όνομα 2

Οι αφορμές για να με «μισήσουν» εμένα ήταν πολλές, η αιτία όμως ήταν γιατί ήμουν πιο ευαίσθητη και πιο φοβισμένη από εκείνους. Ναι, ήταν μια παρέα. Που είχε και κορίτσια. Που όχι απλά δεν αντιδρούσαν αλλά ενίσχυαν με τα γέλια τους αυτήν την συμπεριφορά. Και γινόμουν όλο και πιο φοβισμένη και όλο πιο ευαίσθητη στις πράξεις και στα λόγια τους που αντηχούν ακόμα και σήμερα στα αυτιά μου.

Το πιο σοβαρό όμως ήταν ότι στα δικά μου χρόνια (αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα), δεν υπήρχε το υποστηρικτικό περιβάλλον. Δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε ούτε στους γονείς ούτε στο σχολείο. Καταρχάς ας ξεκινήσουμε από  το βασικό: Δεν περνούσε καν από το μυαλό μας να μιλήσουμε. Ακόμα και αν έπεφτες σε ευήκοα ώτα, δεν υπήρχε η ψυχική δύναμη να κάνεις κάτι τέτοιο. Εγώ το έθαβα κάθε μέρα. Κάθε μέρα προσπαθούσα να βρω την ελπίδα να «χτίσω» τον εαυτό μου από την αρχή σαν να μην είχε γίνει τίποτα την προηγούμενη μέρα και να πάω ξανά να διεκδικήσω την ύπαρξή μου στο σχολείο. Σχεδόν κάθε μέρα γύριζα με κλάματα, κλεινόμουν στο δωμάτιο μου, με μισούσα και εγώ συμφωνώντας μαζί τους (γιατί μάλλον κάτι ήξεραν που εγώ αγνοούσα για τον εαυτό μου) και παρόλα αυτά ως ένστικτο επιβίωσης, φαντασιωνόμουν ότι την επόμενη μέρα, τους αντιμετώπιζα στα ίσα. Ποτέ δεν τα κατάφερα. Οι ευτυχισμένες μέρες στο σχολείο ήταν οι ουδέτερες. Εκείνες που δεν θα χρειάζονταν να με κάνουν να ντραπώ μπροστά στις φίλες μου.

Μετά από πολλά χρόνια που με καλωσόρισε στους κόλπους της η ενήλικη ζωή, ένα απόγευμα του 2015 που είχα βγει από μία πολύ δυνατή συνεδρία ψυχοθεραπείας όπου βγήκαν στην επιφάνεια όλα εκείνα τα «κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα» από την εφηβική μου ηλικία στο γυμνάσιο (γιατί στο Λύκειο ήταν όμορφα τα χρόνια μου), αποφάσισα να κάνω μία ανάρτηση στα σόσιαλ μίντια για να βγάλω από μέσα μου το βάρος. Να μη νιώθω άλλο το θύμα που σιωπά. Ήταν η εποχή που η συλλογική μας συνείδηση είχε συγκλονιστεί και από το έγκλημα σε βάρος του Βαγγέλη Γιακουμάκη.  Έγραψα λοιπόν ένα θυμωμένο, απελευθερωτικό κείμενο που το ονόμασα «Γράμμα προς κάποιους πρώην συμμαθητές», στο οποίο αφού έβγαλα τα σώψυχά μου, κατέληγε κάπως έτσι απευθυνόμενη σ’ αυτούς τους  πρώην συμμαθητές μου και νυν ενήλικους και γονείς, και χωρίς βέβαια να έχω ιδέα για το τι θα συνέβαινε τα επόμενα χρόνια:

Οι ευτυχισμένες μέρες στο σχολείο ήταν οι ουδέτερες. Εκείνες που δεν θα χρειάζονταν να με κάνουν να ντραπώ μπροστά στις φίλες μου.

«Αλήθεια εσείς σήμερα που οι διαφορετικότητες είναι πιο διακριτές και περισσότερες, σήμερα που στα χοντρά, ψηλά, κοντά, ξανθά, μελαχρινά, έξυπνα ή λιγότερα έξυπνα παιδιά, στους καλούς ή κακούς μαθητές προστίθενται και τα παιδιά με διαφορετικές καταγωγές, χρώματα και κοινωνικές τάξεις και κουλτούρες , ΕΣΕΙΣ οι πρώην κάποιοι συμμαθητές μου, τι θα διδάξετε στα παιδιά σας;

Τί θα τους πείτε όταν κοροϊδεύουν το συμμαθητή τους, όταν τον λιντσάρουν πιθανόν στο διάλειμμα απλά επειδή δεν είναι «Έλληνας βέρος» ή επειδή είναι ευαίσθητος σαν τον Βαγγέλη Γιακουμάκη;

Πώς θα προστατεύσετε τα παιδιά τα δικά σας αλλά και τα άλλα;

Γιατί φαντάζομαι, το αισθάνεστε και εσείς… όταν γινόμαστε γονείς, είμαστε γονείς για όλα τα παιδιά του κόσμου. Και του μικρόκοσμού μας…

Εγώ, αγαπητοί πρώην κάποιοι συμμαθητές μου, δεν μπορώ να σας συγχωρέσω…  Σας αποδέχομαι όμως όπως έκανα και τότε, γιατί δέχομαι ότι ήσασταν και είστε διαφορετικοί. Όχι χειρότεροι ή καλύτεροι αλλά διαφορετικοί. Δεν φταίγατε εσείς! Ποιος ξέρει σε τι περιβάλλοντα μεγαλώσατε! Ίσως και να σας λυπάμαι γι’ αυτό!

Δεν θέλω να πω όμως ότι θα λυπάμαι και τα παιδιά σας, αν σήμερα μεγαλώνουν σαν και εσάς! Έχετε πάντα ευκαιρία να γίνετε καλύτεροι από τους γονείς σας, να εξελιχτείτε και να κάνετε τα παιδιά σας υπερήφανα για τον εαυτό τους αλλά και για σας…».

Πήρα πολλά μηνύματα, σχόλια, ενθάρρυνση (ίσως όχι τόσα, όσα αν το έγραφα σήμερα) και αυτορρυθμιστικά μέσα μου είχε υπάρξει μία κάθαρση. Είχα ισορροπήσει.

Την επόμενη μέρα εντελώς τυχαία αλλά και λυτρωτικά- πώς τα φέρνει η ζωή;- βλέπω στο μετρό έναν από εκείνους τους πρώην… συμμαθητές. Κοιταχτήκαμε. Με έπιασε ένα τρέμουλο και μια ανάγκη να είμαι ευγενική υπέρ το δέον μήπως και δεν προκαλέσω τη χλεύη του. Τελικά είπαμε ένα γεια και εκείνος κατέβασε αμήχανα το κεφάλι του.

Το επόμενο πρωί λαμβάνω στο messenger του FB το εξής μήνυμα:

Καλημέρα!

Λοιπόν:

Από τότε που σε ξαναείδα, θυμήθηκα την εγκληματική μου συμπεριφορά απέναντί σου στο σχολείο. Θυμάμαι κάθε στιγμή σα να ήταν χθες. Και ξέρω πολύ καλά ότι αυτές οι συμπεριφορές σημαδεύουν τους ανθρώπους για πολύ καιρό. Ήμουν ένα κάθαρμα.

Για να μην το κάνω πολύ μελό θέλω, έστω και τόσο αργά, να σου ζητήσω συγγνώμη για όλες τις κακές αναμνήσεις που πρόσθεσα στα παιδικά/εφηβικά σου χρόνια. Έχω πλήρη συναίσθηση του τι έγινε και τι τραύμα μπορεί να σου προκάλεσα. Να ξέρεις ότι είμαι φανατικός πολέμιος αυτής της κατάστασης και θα κάνω τα πάντα να τις πολεμήσω όπου τις συναντήσω, είτε στην οικογένειά μου είτε σε άλλες.

Να έχεις μια όμορφη μέρα και να ξέρεις ότι σε θεωρώ πολύ ωραίο άνθρωπο.

Για μερικά δευτερόλεπτα είχε παγώσει το μέσα μου, η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα ότι αυτή μόνον ζούσε έξω από μένα και τα δάκρυα έτρεχαν απρόσκλητα. Το είχε καταλάβει. Ένας τουλάχιστον, είχε καταλάβει το λάθος του. Αυτορρυθμιστικά. Έστω και μετά από χρόνια. Τον συγχώρεσα και τον ευχαρίστησα γιατί δεν ξέρω αν είχε καταλάβει πόσο καλό έκανε στις πληγές μου, αυτή του η παραδοχή. Δεν έτρεχαν πια τόσο αίμα, όταν τις σκάλιζα. Αυτό το μήνυμα το έχω αποθηκεύσει γιατί μου κάνει καλό.

«Για να μη το κάνω μελό» και εγώ,  πού θέλω να καταλήξω με τη δική μου ιστορία; Ότι τώρα έχουμε όλοι κάποια πρώτα επίσημα εργαλεία για να βοηθήσουμε τα παιδιά, και τους θύτες και τα θύματα. Γιατί όλα θύματα είναι.

Πριν αποφασίσουμε ιδεολογικά, πολιτικά, αντιδραστικά ότι αυτά τα μέτρα για την ενδοσχολική βία δεν είναι αποτελεσματικά, ας σκεφτούμε ότι εμείς, οι προηγούμενες γενιές δεν είχαμε τίποτα από αυτά. Ότι κανείς δε μας ενθάρρυνε να μιλήσουμε ούτε μας έδινε την ασφάλεια να το κάνουμε. Ότι δεν υπήρχε σοβαρό πλαίσιο δράσης και συνεπειών. Ούτε οι γονείς θεωρούνταν ποτέ συνυπεύθυνοι. Τουλάχιστον, όχι τόσο επίσημα.

Πριν κρίνουμε τα μέτρα ως αναποτελεσματικά, τι λέτε να τα εφαρμόσουμε όλοι πρώτα;

Τι λέτε, εμείς οι γονείς να κάνουμε την αυτοκριτική μας για το πόσο δυναμώνουμε τα παιδιά μας, πόσο τα ενθαρρύνουμε να μιλήσουν ως θύματα ή μάρτυρες ενός περιστατικού ενδοσχολικής βίας; Για το πόσο δημιουργούμε τους επόμενους θύτες; Τι παραδείγματα είμαστε άραγε εμείς οι ίδιοι γι’ αυτά; Και βέβαια πόσο ανατρέφουμε εμείς τα παιδιά μας ώστε με ενσυναίσθηση να μάθουν την αποδοχή σε οποιονδήποτε δεν είναι σαν και μας; Ας σκεφτούμε τα παιδιά μας και σαν την επόμενη γενιά γονιών. Και σας μιλώ ανοιχτά, ως πρώην θύμα ενδοσχολικής βίας που, δύσκολα, αλλά κατάφερα να “σκοτώσω” τα φαντάσματα του παρελθόντος.

SHARE THE STORY