Όλο αυτό ξεκίνησε τέλη Αυγούστου. Μία αναπάντεχη ανατροπή της καθημερινότητας, και βρέθηκα από τη μία στιγμή στην άλλη να περιμένω έξω από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), εκεί όπου ο χρόνος κυλάει διαφορετικά.
Η σιωπή έξω από τη ΜΕΘ δεν είναι ποτέ απόλυτη. Οι άνθρωποι που περιμένουν εκεί είναι διαφορετικοί μεταξύ τους. Υπάρχουν νεότεροι που περιμένουν να δουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που έχουν υποστεί σοβαρούς τραυματισμούς, όπως μια μητέρα που περιμένει να δει τον γιο της που τράκαρε με τη μηχανή. Υπάρχουν μεγαλύτεροι που περιμένουν να δουν τους γονείς τους, οι οποίοι βρίσκονται σε πολύ προχωρημένη ηλικία και η ζωή τους είναι σε κίνδυνο, υπάρχουν ηλικωμένοι που έρχονται βασίζοντας όλες τι δυνάμεις τους σε ένα μπαστούνι για να δουν τον άνθρωπό που πέρασαν μια ζωή δίπλα του. Κάποιες φορές, στον διάδρομο περιμένουν ολόκληρες οικογένειες που μοιράζονται το πολύτιμο μισάωρο του επισκεπτηρίου, αφού δεν μπορούν όλοι να μπουν ταυτόχρονα.
Η αίθουσα έξω από τη ΜΕΘ είναι ένας παράξενος κόσμος. Είναι ο χώρος της απόλυτης αβεβαιότητας, όπου η ζωή μοιάζει να βρίσκεται σε αναστολή.
Η αίθουσα αναμονής είναι ένας χώρος ψυχρός, με έντονα φώτα που σε τυφλώνουν. Η ζέστη είναι αφόρητη, και καθώς περιμένεις στο τέλος ενός διαδρόμου, απέναντι από τη βαριά μεταλλική πόρτα που γράφει ΜΕΘ, νιώθεις το βάρος της να σε συνθλίβει. Είναι σαν μια πόρτα απρόσιτη και απρόσωπη, που σε αποτρέπει από το να περάσεις. Κι όμως, πίσω από αυτή την ψυχρότητα, οι άνθρωποι που συγκεντρώνονται εδώ δεν είναι ούτε ψυχροί, ούτε απρόσωποι. Αντίθετα, είναι ζεστοί και δεμένοι μεταξύ τους. Μερικές φορές, η επικοινωνία μεταξύ τους εκτείνεται πέρα από την ανησυχία για την κατάσταση του δικού τους ανθρώπου. Μπορεί να ανταλλάσσουν, απλές, καθημερινές κουβέντες, όπως: «Τι φαγητό έφτιαξες σήμερα; Πρόλαβες;» ή «Κοριτσάκι μου, τα καταφέρνεις τώρα και με τη δουλειά σου;». Και βέβαια «κουράγιο», «θέλει χρόνο», «περαστικά».
Η αίθουσα έξω από τη ΜΕΘ είναι ένας παράξενος κόσμος. Είναι ο χώρος της απόλυτης αβεβαιότητας, όπου η ζωή μοιάζει να βρίσκεται σε αναστολή. Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, το επισκεπτήριο γίνεται το μόνο σημείο επαφής με την πραγματικότητα. Μόνο λίγα λεπτά, ένα βλέμμα, ένα σφίξιμο του χεριού του δικού σου ανθρώπου που νοσηλεύεται διασωληνωμένος και μετά πάλι πίσω, στη σιωπή της αναμονής. Εδώ οι ώρες δεν έχουν σημασία, οι μέρες δεν ξεχωρίζουν. Κάθε συζήτηση αρχίζει και τελειώνει με την ερώτηση «Πώς είναι;». Κι όμως, μέσα σε αυτή την απλή ερώτηση, κρύβεται όλη η ελπίδα, όλη η αγωνία του κόσμου.