«Κρίμα» λέει η Ρ. μαζεύοντας την τσάντα της με απροθυμία και με κάποια ενόχληση. «Θα συνεχίσουμε την κουβέντα μας μια άλλη φορά». Τι να σου κάνουν 120 λεπτά της ώρας όταν έχεις να βρεθείς με τη φίλη σου κάποιους μήνες και θέλεις να μοιραστείς νέα, γεύσεις, τσουγκρίσματα και τη χαρά που προσφέρει η ομοτράπεζη συνύπαρξη.
Πού να χωρέσουν όλα αυτά σε μια καινοφανή, καλοκουρδισμένη, μαρκετινίστικη προσέγγιση με το κωδικό όνομα «time slot».
Η νέα εποχή των χρονομετρημένων κρατήσεων ξεκίνησε ουσιαστικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν οι προβλεπόμενες αποστάσεις στον χώρο και οι ελλείψεις προσωπικού δημιούργησαν συνθήκες στις οποίες το μέσο εστιατόριο ήταν αδύνατο να ανταπεξέλθει.
Οι λόγοι για τους οποίους αυτή η πρακτική της αντικουλτούρας παρέμεινε, είναι απλοί: o περιορισμένος χρόνος που μια παρέα μπορεί να περάσει σε ένα τραπέζι βοηθά ένα εστιατόριο να πουλήσει περισσότερο φαγητό σε περισσότερους ανθρώπους. Επίσης, διευκολύνει το προσωπικό να προσφέρει μια απλοποιημένη και προβλέψιμη εμπειρία -και να σπρώξει απαλά τους αργοπορημένους έξω από την πόρτα.
Τα μεγάλα, χαλαρά δείπνα έγιναν γρήγορα παρελθόν και ο χρόνος -ο οποίος έλιωνε και εξαφανιζόταν όταν οι άνθρωποι ύψωναν τα ποτήρια τους ευχόμενοι «εις υγείαν» ή «τσιν τσιν» ανάλογα με τη γενιά στην οποία ανήκαν-, μοιάζει, πλέον, με τρομακτικό θηρίο που το μόνο που θέλει είναι να κατασπαράξει ό,τι βρει μπροστά του. Κυρίως τη γλυκύτητα της συναναστροφής.