Ήταν δύο το μεσημέρι και τα πράσινα βιτρό της σάλας, στα παράθυρα και στο ταβάνι, μεταξύ art deco και μοτίβα Προραφαηλιτών ζωγράφων, διύλιζαν το αττικό φως, γνωστό στα πέρατα της οικουμένης για τη λάμψη του -τόσο επιβλητικό, σου λέει, που καίει τα κάδρα των κινηματογραφιστών. Λίγη ώρα πριν, είχαμε καλέσει, με λαχτάρα, στο επταψήφιο 3814604 ώστε να κάνουμε μια κράτηση για lunch break (το 210 προστέθηκε, αργότερα, το 2002).
Το εστιατόριο του Ιντεάλ ακουμπούσε με όλη τη μεγαλοπρέπεια και τη χάρη των 70 τόσο χρόνων του (άνοιξε το 1922) νωχελικά και απολαυστικά, όπως ταίριαζε στην ακμή της δεκαετίας του ’90, στον θρυλικό κινηματογράφο, το ομώνυμο αδερφάκι του, σε ένα εντυπωσιακό, διατηρητέο κτίριο του Ερνέστου Τσίλερ, το οποίο χτίστηκε μαζί με την νεότερη Αθήνα και την άγουρη πλην ελπιδοφόρα έννοια της αστικής ζωής.
Το να τρως στο Ιντεάλ σήμαινε κάτι, «όριζε τη φάση», όπως θα διατράνωναν αρκετές δεκαετίες αργότερα οι προσφιλείς φασαίοι.
Η Στοά του Βιβλίου, το Αρσάκειο, η «Νεοκλασική Τριλογία» -Ακαδημία, Πανεπιστήμιο και Εθνική Βιβλιοθήκη-, το Νομισματικό Μουσείο Αθηνών, το Παλλάς, το Μέγαρο Μετοχικού Ταμείου Στρατού και φυσικά το Ιντεάλ. Το πιο ιστορικό και συναισθηματικά φορτισμένο βουλεβάρτο της Αθήνας, η οδός Πανεπιστημίου ένωσε περήφανα το παρελθόν με το παρόν μας και ελπίζουμε το μέλλον μας, σε μία ευθεία, όπως ένωσε την Ομόνοια με το Σύνταγμα το 1859, όταν ακόμα λεγόταν η «Μεγάλη Οδός» ή η «λεωφόρος με τις γαζίες», ή οδός Βουλεβαρδίου, στα σχέδια και τα χαρτιά του Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Λέο φον Κλέντσε.
Το resto Ιντεάλ ζουζούνιζε σαν πολύχρωμο βιντεοκλίπ των Wham, με τα θρυλικά, δερμάτινα σεπαρέ του, που θύμιζαν αμερικανικά φασταφουντάδικα αλλά με έξτρα γοητεία και περίσσιο κύρος, μιας και εκείνη την εποχή, το να τρως στο Ιντεάλ σήμαινε κάτι, «όριζε τη φάση», όπως θα διατράνωναν αρκετές δεκαετίες αργότερα οι προσφιλείς φασαίοι -η νεόκοπη αυτή φυλή της πόλης που μακάρι να ξέραμε πώς ακριβώς ορίζεται και τι καπνό φουμάρει.
Ήταν η εποχή της σαλάτας ρόκα-παρμεζάνα και του φιλέτου αλά κρεμ, συνοδεία ενός ερυθρού Αγιορείτικου και της κρεμ ντε λα κρεμ πελατείας. Κάπου εκεί τελείωναν οι γκουρμέ αναζητήσεις, παρόλα αυτά οι γευστικοί κάλυκες είχαν ικανοποιηθεί πλήρως.
Τι σημασία είχε άλλωστε, εμείς «είχαμε έρθει για τη ζωή, όχι για τις πληροφορίες» όπως διατυμπανίζει στην κάμερα και η τουρίστρια της Μυκόνου, με το κόκκινο, ολόσωμο μαγιό που αναγράφει «Beaching all day», μια ατάκα που παίζει σε επανάληψη στα βιντεάκια του Luben μαζί με το «ε, αυτοί είστε» του Δημήτρη Κουτσούμπα και το «κατάντια» της Ράνιας Τζίμα.
Η ζωή, για την οποία είχαμε έρθει, ήταν εκεί δίπλα, στην πρώτη γιγαντοθόνη, 150 τ.μ του Ιντεάλ, στην πρώτη wall-to-wall οθόνη της Ελλάδας. Από τη Γυναίκα του Γκάνγκστερ με τη Μισέλ Φάιφερ, στο Πλατούν του Όλιβερ Στόουν, Στο Αριστερό μου Πόδι με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, στο Underground του Κουστουρίτσα, στη Λούφα και Παραλλαγή του Νίκου Περάκη, στο Safe Sex των Ρέππα-Παπαθανασίου, στις Νύχτες Πρεμιέρας και στις μεταμεσονύκτιες προβολές, που ξεχείλωσαν τις μέρες μας και γιγάντωσαν τις νύχτες μας.
Σημείο αναφοράς, σταθμός ευζωίας και βαθιά νοσταλγία.