ΤΟ ΒΗΜΑ logo

«Σήμερα, το να μένεις μέσα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του να βγαίνεις έξω»

«Σήμερα, το να μένεις μέσα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του να βγαίνεις έξω» 1
Unsplash.com

Η παραπάνω φράση ανήκει στον Craig Richards, resident DJ του θρυλικού κλαμπ Fabric του Λονδίνου, ο οποίος παρατηρεί την εποχή από τη θέση του ενορχηστρωτή του πάρτι, 25 χρόνια τώρα.

ΑΠΟ ΕΦΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

«Μέχρι τις 9 το βράδυ θέλω να είμαι σπίτι - Τι απέγινε η μεγάλη βραδινή έξοδος;» είναι ο τίτλος πρόσφατου άρθρου στον Guardian, στο οποίο μιλάνε ορκισμένοι κλάμπερ που αλλαξοπίστησαν, ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων που προσάρμοσαν τα ωράρια τους σε πιο «απογευματινά» και DJ που στράφηκαν στον αλγόριθμο για έξτρα εισόδημα.

Όλα δείχνουν ότι η βραδινή διασκέδαση αλλάζει συνήθειες και πλέον είναι δύσκολο να ονομαστεί «βραδινή» αλλά και «διασκέδαση».

Νωρίτερα φέτος, η Wall Street Journal ανέφερε ότι η «πιο καυτή νέα ώρα ύπνου για τους εικοσάρηδες» είναι 9 το βράδυ.

Οι ηλικίες μεταξύ 18 και 35 ετών πηγαίνουν για ύπνο νωρίτερα οπότε τα μπαρ και τα κλαμπ ακολουθούν μοιραία τον ρυθμό τους, σαν εφηβάκια που πηγαίνουν επίσκεψη στη θεία με τη μαμά και τον μπαμπά, Κυριακή απόγευμα.

Οι κλάμπερ παραπονιούνται ότι το vibe του πάρτι έχει πάει περίπατο.

Στο ίδιο άρθρο της WSJ μια 32χρονη γυναίκα, που της αρέσει να πέφτει για ύπνο μεταξύ 8 και 9 το βράδυ, δήλωσε ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοήθησαν να γίνει πιο αποδεκτή η πρώιμη ώρα κατάκλισης -αυτό που παλιά λέγαμε «με τις κότες»-, όπως η τάση «soft life» του TikTok, η οποία δίνει προτεραιότητα στην ηρεμία και την ξεκούραση πάνω από τον ηδονισμό και την κουλτούρα της φασαρίας.

Από την άλλη, οι κλάμπερ παραπονιούνται ότι το vibe του πάρτι έχει πάει περίπατο.

«Όπως συμβαίνει με τα πάντα αυτές τις μέρες, οι άνθρωποι που τραβούν βίντεο με τα τηλέφωνά τους, αντί να απολαμβάνουν τη στιγμή, αποτελούν ένα ακόμα ενοχλητικό στοιχείο της ζωής των κλαμπ -και κανείς δεν θέλει να είναι το άτομο του οποίου ο χορός γίνεται viral meme» σχολιάζει ένας θιασώτης της dance κουλτούρας, ενώ ο Craig Richards, resident DJ του θρυλικού κλαμπ Fabric, το οποίο φέτος κλείνει τα 25 χρόνια βάζει τα πράγματα στη θέση τους:

«Σήμερα, το να μένεις μέσα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του να βγαίνεις έξω, επειδή το να μένεις μέσα δεν ήταν ποτέ καλύτερο.

»Μπορείς με ένα πάτημα κουμπιού να καλέσεις τα πάντα, από την παράδοση φαγητού μέχρι ένα live set από το 2010 του Boiler Room, οπότε η χορευτική μουσική εξαπλώνεται ενώ συρρικνώνεται.

»Λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των παγκόσμιων ταξιδιών, ένα νυχτερινό κέντρο στο Λονδίνο ανταγωνίζεται πλέον ένα νυχτερινό κέντρο στην Ίμπιζα.

»Εκείνη την εποχή, δεν φανταζόμασταν ότι η χορευτική μουσική θα μετατρεπόταν σε αυτό το παγκόσμιο τέρας» παρατηρεί ο Craig Richards συγκρίνοντας το πριν και το μετά και το τώρα.

Σήμερα, το να μένεις μέσα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του να βγαίνεις έξω, επειδή το να μένεις μέσα δεν ήταν ποτέ καλύτερο.

«Η πανδημία και τα απανωτά λοκντάουν είχαν ως αποτέλεσμα εκείνοι που βρίσκονταν στην καλύτερη ηλικία για να κάνουν κλάμπινγκ –οι μεγαλύτεροι έφηβοι– να μην μάθουν ποτέ να βγαίνουν έξω» προσθέτει στην κουβέντα ο Patrick Hinton, εκδότης του περιοδικού χορευτικής μουσικής Mixmag

«Η γνωριμία πολλών ανθρώπων με τη χορευτική μουσική έγινε από livestream στο διαδίκτυο. Έχουμε δει τη νοσταλγία του rave της δεκαετίας του ’90 να ανθίζει μεταξύ της γενιάς Z, αλλά αυτές είναι σκηνές που αναπτύσσονται σε πλατφόρμες όπως το TikTok. Οι DJ αποκτούν πολλούς οπαδούς, αλλά ο κόσμος δεν βγαίνει να τους δει τόσο τακτικά».

«Οι νέοι», λέει ο Hinton, «ασχολούνται με τη χορευτική μουσική και κουλτούρα, αλλά είναι φτωχότεροι, έχουν λιγότερες ευκαιρίες. Είναι πιο δύσκολο γι’ αυτούς να βγουν έξω με τον ίδιο τρόπο ή με την ίδια συχνότητα που έκαναν οι γονείς τους.

«Στη δεκαετία του 1990», λέει ο Dave Haslam, DJ, συγγραφέας και συγγραφέας του βιβλίου Life After Dark: A History of British Nightclubs & Music Venues, «oι άνθρωποι έβγαιναν έξω κάθε εβδομάδα. Τώρα είναι σχεδόν αδιανόητο.

»Η νυχτερινή ζωή κινδυνεύει να εκλείψει για μια σειρά λόγων, οι οποίοι διαπερνούν πολιτικά, οικονομικά και κοινωνιολογικά όρια. Ιστορικά, η νυχτερινή ζωή είχε αποδείξει ότι αντέχει τις οικονομικές υφέσεις, αλλά τώρα ο κόσμος δεν στρέφεται σε αυτήν με τον ίδιο τρόπο» εξηγεί ο Hinton.  

«Στη δεκαετία του 1990», λέει ο Dave Haslam, DJ, συγγραφέας και συγγραφέας του βιβλίου Life After Dark: A History of British Nightclubs & Music Venues, «oι άνθρωποι έβγαιναν έξω κάθε εβδομάδα. Τώρα είναι σχεδόν αδιανόητο».

«Δεν είναι ότι οι νεότερες γενιές εκτιμούν λιγότερο τον πολιτισμό και τη μουσική» λέει. «Απλώς πιστεύω ότι την καταναλώνουν με διαφορετικό τρόπο και ορισμένες από τις επιλογές τους οφείλονται στο γεγονός ότι δεν έχουν τα χρήματα».

Οι χώροι της βάσης –«αυτό που συνηθίζαμε να αποκαλούμε underground» εξηγεί– είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην αλλαγή αυτή.

«Είναι εκεί όπου ο κόσμος ενδιαφέρεται για νέα ή παράξενα πράγματα ή για αναδυόμενα πράγματα. Η βάση κινεί όλα τα είδη του πολιτισμού. Η σπουδαία τέχνη ξεκινά πάντα έξω από τα πολιτιστικά ιδρύματα- η σπουδαία μουσική ξεκινά έξω από τους μεγάλους χώρους.

»Είμαι πολύ ουτοπικός σχετικά με την όλη ιδέα των μικρών κλαμπ και μπαρ, είναι ένας απίστευτος πόρος σε κάθε πόλη. Έχουν προσωπικό αντίκτυπο στους ανθρώπους. Το να ανακαλύπτεις ένα μέρος όπου αισθάνεσαι σαν στο σπίτι σου, το οποίο σου παρέχει ψυχαγωγία, συναναστροφή και  πραγματικά βελτιώνει τη ζωή σου, είναι ανεκτίμητο» παρατηρεί με μια νοσταλγία Dave Haslam.

Έτσι είναι, όπως τα λέει -αλλιώς είναι να αισθάνεσαι σαν στο σπίτι σου και αλλιώς να ξημεροβραδιάζεσαι στο σπίτι σου.

SHARE THE STORY

Exit mobile version