Σήμερα θα έπρεπε να είναι μια κανονική μέρα, μια μέρα η προτελευταία του Φεβρουαρίου, που οι αμυγδαλιές κάνουν το θεάρεστο έργο τους και που μια πρώτη μυρωδιά Άνοιξης υπάρχει στον αέρα…
Σήμερα θα έπρεπε να γκρινιάζαμε που έχει ακόμα μία μέρα ο Φεβρουάριος και δεν θα πληρωθούμε στις 28 γιατί έχουμε και πάρα πολλές υποχρεώσεις.
Σήμερα θα έπρεπε να τσεκάρουμε στο google τι σημαίνει το δίσεκτο έτος ημερολογιακά και ενεργειακά για το ζώδιο μας.
Σήμερα θα έπρεπε να θυμόμασταν ότι πέρσι η Καθαρά Δευτέρα έπεφτε 27 του μηνός και φέτος θα αργήσει λίγο. Αλήθεια τι καιρό έκανε πέρσι;
Σήμερα θα έπρεπε – και συγγνώμη για το αυτοναφορικό σχόλιο- να έπαιζα χαρούμενα τραγούδια στην εκπομπή μου στο ραδιόφωνο, να έλεγα κοινότυπα πράγματα για την προτελευταία ημέρα του χειμώνα, να μιλούσα για την αυριανή επέτειο γέννησης του Γιώργου Σεφέρη, να διηγούμουν τις ιστορίες των τραγουδιών, να μην είχα πόνο, θυμό, οργή και αμηχανία μπροστά στο μικρόφωνο.
Σήμερα θα έπρεπε αν μας ρωτούσε κάποιος να μη θυμόμαστε τι έγινε στις 28 Φεβρουαρίου στις 23.21 γιατί δε θα έπρεπε να έχει γίνει τίποτα αξιομνημόνευτο, τίποτα τραγικό, τίποτα που δεν έχει γυρισμό.
Σήμερα θα έπρεπε να μην γνωρίζουμε τη Μαρία Καρυστιανού ως τη μητέρα της 20χρονης Μάρθης, την Δέσποινα Γκανίδου ως τη μητέρα του Γιώργου Παπάζογλου, την Ελένη Βασάρα ως τη μητέρα της Αγάπης Τσακλίδου και κανέναν από τους συγγενείς των υπόλοιπων 54 θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών, ούτε τα ονόματα των θυμάτων. Γιατί σήμερα δε θα έπρεπε να είναι θύματα αυτής της τραγωδίας. Δε θα έπρεπε να τους ξέρουμε καν γιατί θα ζούσαν και εκείνοι μια παράλληλα κανονική μέρα, αγκαλιά με τους δικούς τους ανθρώπους. Και αν χρειαζόταν να γνωρίσουμε τα παιδιά τους, να ήταν γιατί ως επιστήμονες- κάποιοι από αυτούς τελειόφοιτοι πανεπιστημιακών σχολών- θα είχαν επιτύχει κάτι πολύ σπουδαίο για τους ίδιους, την Ελλάδα, την ανθρωπότητα.
Σήμερα θα έπρεπε το «Έλα, μαμά έφτασα» να μη μας φέρνει αυτόματα δάκρια στα μάτια. Θα έπρεπε να είναι ένας αναστεναγμός μαμαδίσιας ανακούφισης ότι όλα είναι στη θέση τους, αφού το παιδί έφτασε με ασφάλεια.
Σήμερα θα έπρεπε μια πρόταση από φίλους για ένα ταξίδι με το τρένο να φαίνεται μια καλή ιδέα.
Σήμερα θα έπρεπε να μην χρειάζεται να ξαναπούμε ότι «από τύχη ζούμε σ’ αυτή τη χώρα». Μια εκ πρώτης όψεως αφοριστική έκφραση που αν προσθέσεις τη λέξη «Τέμπη» γίνεται το απόλυτα πειστικό επιχείρημα για το πόσο τυχεροί πρέπει να νιώθουμε που αγκαλιάσαμε και σήμερα τα παιδιά μας.
Σήμερα θα έπρεπε το «Ποτέ ξανά» να είναι δυο λέξεις που βγάζουν νόημα και γίνονται πράξη. Όμως διάβασα πριν από λίγες μέρες την είδηση: «μηχανοδηγός σταμάτησε σε αφύλακτη διάβαση της Ξάνθης το τρένο που χειριζόταν, προκειμένου να ελέγξει ο ίδιος αν έρχονται αυτοκίνητα από την πλευρά του δρόμου προτού συνεχίσει την πορεία του».
Σήμερα θα έπρεπε έναν ολόκληρο χρόνο μετά το έγκλημα των Τεμπών να ξέρουμε ότι δεν έφταιγε μόνον ένας σταθμάρχης. Δεν αρκεί μόνον αυτός για να φύγουν 57 ζωές για τις οποίες σήμερα καλούμε προσκλητήριο και να βλέπουν εφιάλτες όσοι σώθηκαν. Δεν αρκεί να ξέρουμε εσύ, εγώ, ότι ένας εγκληματικός συνδυασμός από ανθρώπινα λάθη, φονικές παραβλέψεις και ατελείωτη αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία οδήγησε δύο τρένα στη σύγκρουση. Γιατί θα έπρεπε ήδη να έχει αποφανθεί η δικαιοσύνη. Σήμερα θα έπρεπε αυτές οι οικογένειες να έχουν ήδη δικαιωθεί για να μπορούν να θρηνήσουν. Αντ’ αυτου παλεύουν να βρουν το δίκιο τους, για να ηρεμήσει η ψυχή των παιδιών τους. Όπως είπε ο Παύλος Ασλανίδης ο πατέρας του 26χρονου Δημήτρη μιλώντας μαζί με τη Μαρία Καρυστιανού στο Ευρωκοινοβούλιο, πριν από μερικές ημέρες: «Αγαπημένα μας παιδιά, θα ξεπλύνουμε αυτή την ντροπή, να το θυμάστε σαν ανταμώσουμε ξανά. Ως τότε, να ξέρετε ότι ζείτε μέσα μας. Είμαστε η ψυχή, η καρδιά και η φωνή σας…».