Βλέπεις έχω περάσει από την έρημο πάνω σε ένα άλογο χωρίς όνομα
Ένιωσα ωραία που έφυγα από τη βροχή
Στην έρημο μπορείς να θυμηθείς το όνομά σου
Γιατί δεν υπάρχει κανείς να σου δώσει πόνο
Αυτό τραγουδούσαν οι America το 1971, όταν η έννοια της κλιματικής αλλαγής ήταν μακριά από τις καθημερινές μας ανησυχίες, όταν δεν νιώθαμε, κυριολεκτικά, στο πετσί μας τις συνέπειες των πράξεών μας, πολλά χρόνια πριν λιώσουν τα τσιμέντα στην Αθήνα και η θερμική κάμερα καταγράψει 96 βαθμούς στην Ομόνοια.
Ο καύσωνας, εξηγεί ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζεφ Γκουντέλ στο βιβλίο του «Η ζωή σε έναν πλανήτη που φλέγεται» είναι ένα επιθετικό φαινόμενο που βάζει στο στόχαστρο τους πιο ευάλωτους. Αυτό τουλάχιστον ίσχυε έως τώρα. Καθώς όμως οι καύσωνες θα γίνονται όλο και πιο έντονοι και όλο και πιο συχνοί, δε θα είναι καθόλου επιλεκτικοί, ενώ προειδοποιεί ότι θα φτάσουμε στο σημείο, όπου ένα τυπικό καλοκαίρι θα κινείται σε θερμοκρασίες γύρω στους 43 βαθμούς Κελσίου.
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ έγραψε κάποτε ότι «η πίστη πέθανε αμέσως στη ζέστη του ήλιου».
Καθώς οι καύσωνες θα γίνονται όλο και πιο έντονοι και όλο και πιο συχνοί, δε θα είναι καθόλου επιλεκτικοί, ενώ θα φτάσουμε στο σημείο, όπου ένα τυπικό καλοκαίρι θα κινείται σε θερμοκρασίες γύρω στους 43 βαθμούς Κελσίου.
«Καθώς η θερμοκρασία ανεβαίνει, αποκαλύπτονται όλα τα κενά τόσο σε επίπεδο διακυβέρνησης, άσκησης πολιτικής και οικονομίας όσο και σε επίπεδο αξιών» λέει ο Γκουντέλ θέτοντας το ρεαλιστικό πλαίσιο πέρα από την όποια λυρική ή έμμετρη διάσταση του καύσωνα -ο καιρός και η αδιάσειστη κυριαρχία του στις ζωές μας είναι μια ανεξέλεγκτη αφορμή για υπερβατικές κουβέντες.
«Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ’ τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ’ στην καρδιά των Aθηνών, μέσ’ στην καρδιά του θέρους» γράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος και συνεχίζει: «Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων».
Στο ίδιο μήκος, υπερνίκησης της λογικής, αποτίναξης των επίγειων δεσμών, κινείται και ο Τρούμαν Καπότε στο Καλοκαιρινό Ταξίδι: «Ο ζεστός καιρός ανοίγει το κρανίο μιας πόλης, αποκαλύπτοντας τον λευκό εγκέφαλό της και την καρδιά των νεύρων της, που τσιρίζουν σαν τα καλώδια μέσα σε μια λάμπα. Και αναδύεται μια ξινή εξωανθρώπινη μυρωδιά που κάνει την ίδια την πέτρα να μοιάζει σαρκική, ζωντανή, με ιστούς και παλμούς».
Σε έναν αντίστοιχο καύσωνα του Ιουνίου 2017, με λιγότερη αφρικανική σκόνη και περισσότερη υγρασία είχα γράψει στο Facebook μια νοτερή σκέψη, η οποία αναδύθηκε, σήμερα, σαν ανάμνηση από τα αλγοριθμικά λαγούμια: «Θυμάμαι ότι βγήκα από το μπάνιο το πρωί. Πήδηξα το τοιχάκι της μπανιέρας και βγήκα. Γιατί, όμως, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι ακόμα κάτω από το ντους;».
Όπως γράφει ο συγγραφέας Τομ Ρόμπινς στο Άρωμα του Ονείρου, η ζέστη είναι «σαν ένα αισχρό τηλεφώνημα από τη φύση».
«Η αφρικανική σκόνη έβαλε φρένο στον καύσωνα» διαβάζω σε τίτλους στο πρωινό scroll down και δε μπορώ παρά να νιώσω θεατής μιας ανώτερης, θεατρικής παράστασης, σαν να παρακολουθώ ιαπωνικό κουκλοθέατρο Μπουνράκου, στο οποίο οι υπερδυνάμεις της φύσης-μαριονετίστες σκηνοθετούν το δράμα. Η φύση, άλλωστε, δε γνωρίζει από excel.
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ έγραψε κάποτε ότι «η πίστη πέθανε αμέσως στη ζέστη του ήλιου». Ξέρουμε ακριβώς τι εννοεί.
Ας το παραδεχτούμε. Η ζέστη είναι βάναυση. Έχει εμπνεύσει κατάρες, θρήνους και σιχτίρισμα. Είναι αρκετή όπως είπε ο Ρούντγιαρντ Κίπλινγκ, για να «κάνει τα φρύδια σου να σέρνονται». Ή όπως παρατήρησε ο συγγραφέας Τομ Ρόμπινς στο Άρωμα του Ονείρου, η ζέστη είναι «σαν ένα αισχρό τηλεφώνημα από τη φύση».
Δανείζουμε βεντάλιες ο ένας στον άλλο και επαναπροσδιορίζουμε τα οφέλη της τεμπελιάς ως έξτρα προσπάθεια.
Ας το ομολογήσουμε. Η ζέστη είναι λυτρωτική. Έχει εμπνεύσει γύμνια, έρωτες και βογγητά. «Είμαι ένα άστρο, μια τρίχα στο κεφάλι του θεού, θα πέσω, στο λαιμό φοράω ένα ποίημα, προτού προλάβει να θερμάνει τις καρδιές μας θα σβήσει, αισθάνομαι τα κόκαλά μου να τρίζουν κιόλας από ανεξήγητες επιθυμίες, μα σωπάστε και θυμηθείτε τα μάτια του, να ζήσω μεσ’ τις τούφες των μαλλιών, στα δάχτυλα του ανάμεσα, εκεί που ενώνονταν με τα δικά σας, μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του, τα μάτια του να λάμπουν σα φανοί αυτοκινήτων που’ ρχονται καταπάνω σου, και τίποτα να μην ακούγεται, ο θόρυβος κι οι διαφημίσεις του κορμιού να μην υπάρχουν – cette rumeur la vient de ville- τίποτα παρ’ αυτός κι εγώ, σε μια βεράντα, το καλοκαίρι» γράφει ο Κώστας Ταχτσής στη Βεράντα και Χάρπερ Λι στο Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια περιγράφει τον λιωμένο χρόνο των υψηλών θερμοκρασιών:
«Τα σκληρά κολάρα των ανδρών μαράζωναν από τις εννέα το πρωί. Οι κυρίες έκαναν μπάνιο πριν από το μεσημέρι και μετά τον ύπνο τους στις τρεις το απόγευμα. Και με το σούρουπο ήταν σαν μαλακά κέικ τσαγιού με γλάσο από τον ιδρώτα και το γλυκό ταλκ. Η μέρα ήταν είκοσι τέσσερις ώρες, αλλά φαινόταν μεγαλύτερη».
Ψάχνοντας την ανάσα μας μέσα στο λιοπύρι, δανείζουμε βεντάλιες ο ένας στον άλλο, ταΐζουμε παγάκια τα σκυλάκια μας και επαναπροσδιορίζουμε τα οφέλη της απολαυστικής ακινησίας, της τεμπελιάς ως έξτρα προσπάθεια.
Όπως, δηλαδή το περιγράφει στο Chill Factor μέσα από την εύπεπτη γραφή της η Ρέιτελ Κέιν: «Θεέ μου, έκαιγε ο τόπος. Ξέχνα το τηγάνισμα ενός αυγού στο πεζοδρόμιο- αυτή η ζέστη θα τηγάνιζε ένα αυγό μέσα στο κοτόπουλο».
*Πηγή φωτογραφιών: Unsplash