Να ξανασυστηθώ; Ίσως και θα έπρεπε – αρχίζω λοιπόν: Μια αδιάκοπη πορεία 35 plus χρόνων, ανεβοκατεβαίνοντας όλα τα σκαλοπάτια του επαγγέλματος: Βοηθός στυλίστα, στυλίστρια, διευθύντρια μόδας, διευθύντρια περιοδικών, δημιουργός γυναικείων εντύπων – editor in chief της «Vogue» και του «Elle», διευθύντρια του «Hello». Τριάντα επτά εκδοτικά χρόνια, άλλες φορές στα Ανεμοδαρμένα Ύψη, της Έμιλυ Μπροντέ και άλλες στις πύλες της Κολάσεως, του Δάντη.
Από όλα περιλαμβάνει το ματαιόδοξο ταξίδι των Μedia καθώς και όλους τους τίτλους. Είναι όμως ένας ασύλληπτα μεταδοτικός, μόνιμος ιός που σε στιγματίζει για πάντα, όταν επισκεφθεί το μυαλό και το σώμα σου. Η λατρεία των εντύπων εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη ζωή μου όταν, πριν καν ακόμα πάω σχολείο, περιεργαζόμουν το «Φαντάζιο», τον «Ταχυδρόμο», «Το Βήμα» και «Τα Νέα», σχεδόν καθημερινά στο πατρογονικό μου.
Με έναν πατέρα εφημεριδοφάγο και μια μεγαλύτερη αδελφή εξίσου βιβλιοφάγο που δεν άφηνε ούτε στήλη περιοδικού αδιάβαστη, μεγάλωσα χωρίς τηλεόραση, ένα παιδί κλεισμένο στον εαυτό του αναπτύσσοντας ένα σαρκαστικό χιούμορ για παρέα, αφού τα κορίτσια των 70s ελληνικών διαμερισμάτων του αθηναϊκού κέντρου δεν είχαν παρέες και άσκοπα ξεπορτίσματα στη γειτονιά.
Μεγάλη και ποτέ μικρή. Ναι, αυτό είμαι, το φαινόμενο του εαυτού μου που ποτέ δεν ησύχασε.
Στράφηκα στα βιβλία, στις εφημερίδες που αγάπησα εξαιτίας του πατέρα μου και στα γυναικεία περιοδικά όπου ανακάλυψα τι σημαίνει η διαφοροποίηση του φύλου μου.
Έγραφα, ζωγράφιζα… έγραφα για να καλύψω το κενό μιας ατέλειωτης μοναξιάς, ένα κενό που δεν έκλεινε με τίποτα αφού, ως παιδί, με χαρακτήριζαν μάλλον ως «κυκλοθυμικά μελαγχολικό». Φωτεινές ανταύγειες ζωής, οι σελίδες των βιβλίων, οι φωτογραφίες και τα κείμενα των περιοδικών, οι αρθρογράφοι της εποχής και οι πένες τους.
Όλα αυτά έγιναν το ιπτάμενο μέσο για να δραπετεύσει η φαντασία μου από τη δύσκολη, βαρετή καθημερινότητα, περιχαρακωμένο ωστόσο σε ένα αγαπημένο οικογενειακό πλαίσιο, όπου όμως τα προβλήματα πάσης φύσης δεν είχαν τελειωμό. Μεγάλη και ποτέ μικρή. Ναι, αυτό είμαι, το φαινόμενο του εαυτού μου που ποτέ δεν ησύχασε και δεν χαλάρωσε εξαιτίας των σκέψεων και των προβλημάτων που απασχολούσαν τους γονείς μου, αλλά αυτά θα τα γράψω αλλού, σε κάποιο επόμενο βιβλίο.
Θα πρέπει να είχα μπει στα 11 όταν, ενώ παρακολουθούσε τις βραδινές ειδήσεις της ΥΕΝΕΔ ο πατέρα μου, μονολόγησε δυνατά «Πόσο κρίμα, πέθανε τόσο νέα η Μαρία Κάλλας!». Το όνομά της, η ιδιότητά της, μου ήταν πολύ γνωστά από τότε που ήμουν πολύ μικρή, χάρη στις εφημερίδες και στα περιοδικά που παρακολουθούσα, αλλά γνώριζα επίσης και το μουσικό έργο της, ενώ το ασπρόμαυρο πορτρέτο της δέσποζε στην τάξη του μαθήματος της Ωδικής, στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο όπου φοιτούσα.
Η καλύτερη ώρα μου ήταν το μάθημα της Ωδικής, μαζί με τη ζωγραφική και την έκθεση, με εξαίρεση τη μαρτυρική εξάσκηση στη μελόντικα που, ωστόσο, πεισματικά δεν αγόρασα ποτέ και υποκρινόμουν ότι είχα, ενώ δανειζόμουν διαρκώς μια από δεξιά και μια από αριστερά. Στα μάτια μου οι εικόνες της ασπρόμαυρης τηλεόρασης με τον Κώστα Σισμάνη να αναγγέλλει τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας, πλημμύριζαν με τη φωνή της, το παράπονο της κατάληξης της κάθε μουσικής της φράσης, τα χέρια της που ικέτευαν, το πρόσωπό της που συσπώνταν από συγκίνηση.
Μια όμορφη -πρώην άσχημη, όπως υπερθεμάτιζε η μητέρα μου που κατάφερε και την κατέστρεψε ένας άντρας. «Μα πώς μπορεί μια ιδιοφυία όπως αυτή να την καταστρέψει ο άντρας που αγάπησε;», ρώτησα τη μητέρα μου μετά τις ειδήσεις, όταν αποσυρθήκαμε όλοι για ύπνο.
Από όλα περιλαμβάνει το ταξίδι των Μedia, και όλους τους τίτλους. Είναι όμως ένας ασύλληπτα μεταδοτικός, μόνιμος ιός που σε στιγματίζει για πάντα, όταν επισκεφθεί το μυαλό και το σώμα σου.
Καθώς με σκέπαζε μου είπε αποστομωτικά: «Ρωτάς γιατί δεν ξέρεις πως βρήκε το διάολο μπροστά της». Με καληνύχτισε κακήν- κακώς οικτίροντας το ταλέντο και τη ζωή της Κάλλας που καταστράφηκε εξαιτίας ενός άντρα.
Από τότε είχα την πεποίθηση πως η Μαρία Κάλλας ήταν μια ιδιοφυία της Τέχνης που όμως εκτελέστηκε ερήμην της από έναν «αγριάνθρωπο» όπως έλεγε η μητέρα μου, που της βούλιαξε τη ζωή. Θυμάμαι πως το ξεστόμισα ευθαρσώς ενώπιον της δασκάλας μου όταν μας μίλησε για εκείνη την επομένη του θανάτου της και η οποία, φυσικά, φρύαξε με τις απόψεις μου και μου συνέστησε να επικεντρωθώ στο ταλέντο της Κάλλας, σημειώνοντας πως «ήταν μια γυναίκα ανεξάρτητη που ήξερε καλά τι έκανε στην προσωπική της ζωή».
Η Μαρία Κάλλας, πάντα ζωντανή αλλά και πάντα γρίφος για μένα, αλλά και για τόσους άλλους. Εμφανίστηκαν με τα χρόνια πολλά ντοκιμαντέρ, ταινίες, άρθρα, βιβλιογραφίες που την αφορούσαν. Σπουδαίοι συγγραφείς έγραψαν ακόμη και ανακρίβειες πως τάχα έγινε μητέρα, προκειμένου να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του κοινού. Μίλησα όλα αυτά τα χρόνια για την Κάλλας με πολλούς ανθρώπους. Πάντα ήταν ένα θέμα που με αναστάτωνε και με έκανε να θέλω να διαβάσω κι άλλο, όσο περισσότερο γίνεται για εκείνη.
Στο πίσω μέρος του μυαλού μου, παρ’ όλα αυτά, ήταν πάντα καρφωμένη η καταιγιστική φράση της μητέρας μου: «Την έστειλε στο θάνατο ένας άντρας που αγάπησε μέχρι τρέλας». Διάσημη, λατρευόταν σαν θεά από εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο κι όμως ήταν τόσο δυστυχισμένη. Στη σκέψη μου αυτό ήταν αδιανόητο ως έννοια και εντελώς παράδοξο ως ιδέα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, εκεί που κατέληξα, με ενδιάμεσους σταθμούς στη μόδα, στη δημιουργία εντύπων δηλαδή, η επονομαζόμενη «Ωνασειάδα» περιείχε πάντα το μέγα κεφάλαιο «Μαρία». Τόσο άρρηκτα αλληλένδετοι ήταν αυτοί οι δύο Έλληνες μύθοι: Ωνάσης και Κάλλας.