Ένα καυτό πρωινό του Ιουλίου, που λες ότι τι άλλο θα με βρει εκτός από τα 40αρια και τη μάστιγα της κίνησης στους δρόμους, έρχεται να με ταρακουνήσει ευχάριστα αλλά και δυσάρεστα – χωρίς καμία έκπληξη βέβαια- ένα απλό καθημερινό γεγονός στο εξωτικό Μαρούσι, όπου και διαμένω.
Λίγα λεπτά πριν μπω στο αυτοκίνητο, ακούω μία γνώριμη φωνή να μου ζητά βοήθεια, σε βαθμό πανικού. «Ειρήνη, έλα σε παρακαλώ να με βοηθήσεις διότι δεν ξέρω τι να κάνω». Είναι ο Γιάννης, ένας νέος άνθρωπος που έχει αναλάβει εδώ και χρόνια την καθαριότητα της πολυκατοικίας που μένω και που χαίρει εκτίμησης και συμπάθειας όλων. Δεν προλαβαίνω να γυρίσω το βλέμμα μου και παρατηρώ μία ηλικιωμένη κυρία, στο απέναντι πεζοδρόμιο, να είναι σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, φορώντας ένα φλοράλ νυχτικό.
Για δευτερόλεπτα φρικάρω στο θέαμα, αλλά ούσα ψύχραιμη, κοιτάω τον Γιάννη και του λέω «έλα να τη σηκώσουμε να τη φέρουμε στη σκιά».
Δίχως να φλυαρήσω, η κυρία Ελένη, με εμφανή σημάδια άνοιας, αλλά και σημάδια πληγών, χτυπημάτων και μελανιών, στο κορμί της, ήταν μία γλυκιά γυναίκα που «έχασε» τον δρόμο για το σπίτι της, έπεσε στη διαδρομή, χτυπώντας ευτυχώς ελαφρά το κεφάλι της, κατηγορώντας όμως, με όση διαύγεια της έχει απομείνει, την κόρη της, με την οποία έχουν μάλλον κακές σχέσεις.
Σύντομα ήρθε το ΕΚΑΒ αλλά και η αστυνομία, και η ίδια μεταφέρθηκε σε εφημερεύον νοσοκομείο.