Θυμάμαι εκείνες τις φούστες τις κοτλέ, τις μίντι, τις Levi’s, σε μπλε και μπορντό, σε σχήμα σκούπας, που τις αγοράζαμε από τις Αμερικάνικες Αγορές, με το λευκό ταμπελάκι στην πίσω τσέπη, φορεμένες με ton sur ton μπορντό βελούδινες μπαλαρίνες και πλεκτά στο χέρι πουλόβερ με 80s μανίκια νυχτερίδας.
Τα πρώτα μας στιλιστικά καμώματα αντλούσαν έμπνευση από την Πάττυ, το στιλάτο πενάκι της Πουρίτα Κάμπος και τις έξυπνες ατάκες του κειμενογράφου Φίλιπ Ντάγκλας, μόνο που αντί για το «εξωτικό» Σαουθάμπτον, εμείς σετάραμε τις 12χρονες ανησυχίες μας σε μια ηλιόλουστη γειτονιά των νοτίων προαστίων.
Υπήρχε, όμως, ένα σοβαρό πρόβλημα. Μπορούσαμε να φοράμε τα νεοακαλυφθέντα στιλιστικά μας δισκοπότηρα μόνο μετά το σχολείο ή τα σαββατοκύριακα. Μεγάλο κρίμα κι άδικο. Έτσι, μιας και βρισκόμασταν στο μάτι των κοινωνικοπολιτικών μεταρρυθμίσεων, μια άτακτη ομάδα ανυπόμονων εφήβων, αποφασίσαμε ότι δεν θα καταπιεστούμε άλλο με τις ποδιές, θα τις αποκηρύξουμε αυτοβούλως και εμπράκτως -αν ήταν να τιμωρηθούμε παραδειγματικά για αυτό ήμασταν έτοιμες να το δεχτούμε.
Καμία τιμωρία, φυσικά, δεν ακολούθησε την ριζοσπαστική, καλοσχεδιασμένη απόφασή μας, προφανώς βρεθήκαμε στο σωστό σημείο, τη σωστή στιγμή, με τις κοινωνικές συνθήκες ώριμες σαν σύκο του Αυγούστου και, κυρίως, τις σωστές, κοτλέ Levi’s φούστες.