Όποια θυμάται την εποχή που φορούσαμε εμπροσθέλα και ασορτί κορδέλα να σηκώσει το χέρι της

Όποια θυμάται την εποχή που φορούσαμε εμπροσθέλα και ασορτί κορδέλα να σηκώσει το χέρι της 1

Μέχρι τις 6 Φεβρουαρίου του 1982, όπου ο τότε Υπουργός Παιδείας Λευτέρης Βαρυβάκης κατάργησε την ποδιά, η ύπουλη και βαθιά συντηρητική ομοιομορφία είχε κερδίσει έδαφος σαν ένα ταξικό Gattaca -με στόχο κυρίως τα κορίτσια.

ΑΠΟ ΕΦΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Θυμάμαι εκείνες τις φούστες τις κοτλέ, τις μίντι, τις Levi’s, σε μπλε και μπορντό, σε σχήμα σκούπας, που τις αγοράζαμε από τις Αμερικάνικες Αγορές, με το λευκό ταμπελάκι στην πίσω τσέπη, φορεμένες με ton sur ton μπορντό βελούδινες μπαλαρίνες και πλεκτά στο χέρι πουλόβερ με 80s μανίκια νυχτερίδας.

Τα πρώτα μας στιλιστικά καμώματα αντλούσαν έμπνευση από την Πάττυ, το στιλάτο πενάκι της Πουρίτα Κάμπος και τις έξυπνες ατάκες του κειμενογράφου Φίλιπ Ντάγκλας, μόνο που αντί για το «εξωτικό» Σαουθάμπτον, εμείς σετάραμε τις 12χρονες ανησυχίες μας σε μια ηλιόλουστη γειτονιά των νοτίων προαστίων.

Υπήρχε, όμως, ένα σοβαρό πρόβλημα. Μπορούσαμε να φοράμε τα νεοακαλυφθέντα στιλιστικά μας δισκοπότηρα μόνο μετά το σχολείο ή τα σαββατοκύριακα. Μεγάλο κρίμα κι άδικο. Έτσι, μιας και βρισκόμασταν στο μάτι των κοινωνικοπολιτικών μεταρρυθμίσεων, μια άτακτη ομάδα ανυπόμονων εφήβων, αποφασίσαμε ότι δεν θα καταπιεστούμε άλλο με τις ποδιές, θα τις αποκηρύξουμε αυτοβούλως και εμπράκτως -αν ήταν να τιμωρηθούμε παραδειγματικά για αυτό ήμασταν έτοιμες να το δεχτούμε.

Καμία τιμωρία, φυσικά, δεν ακολούθησε την ριζοσπαστική, καλοσχεδιασμένη απόφασή μας, προφανώς βρεθήκαμε στο σωστό σημείο, τη σωστή στιγμή, με τις κοινωνικές συνθήκες ώριμες σαν σύκο του Αυγούστου και, κυρίως, τις σωστές, κοτλέ Levi’s φούστες.

«Η ιστορική απόφαση της κατάργησης της ποδιάς ελήφθη ως ένδειξη εκδημοκρατισμού, πλουραλισμού και απόδειξης ελευθερίας στην ανάπτυξη της προσωπικότητας» δήλωσε ο τότε Υπουργός Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, Λευτέρης Βερυβάκης ενώ λίγο πριν, στις 31 Ιανουαρίου του ίδιου έτους, 1982, η δημοσιογράφος Λένα Δουκίδου είχε κάνει ένα μεγάλο αφιέρωμα επί του θέματος, στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, με τον σαφή τίτλο «Ως πότε θα φοράμε εμπροσθέλα;».

«Φυλακισμένα μέσα στις μπλε ποδιές τους τα κορίτσια για “να μην υπάρχουν διακρίσεις”, όπως αναφέρει το σκεπτικό της παλιάς διάταξης. Στο μεταξύ υπάρχουν και διακρίσεις και ποδιές» ξεκινάει η πρώτη φράση στο άρθρο ενώ παραθέτονται πολλές απόψεις όπως αυτή της μαθήτριας της Α’ Λυκείου: «Μήπως με τις ποδιές δεν φαίνονται οι κοινωνικές διακρίσεις; Άλλη φοράει ποδιά Τσεκλένη κι άλλη την ίδια ποδιά τρία χρόνια και της κρέμεται το στρίφωμα».

Η αλήθεια είναι ότι οι πρώτες σχολικές ποδιές είχαν αδιάφορο σχεδιασμό και μαύρο χρώμα έως το 1965, όταν ο υπουργός παιδείας της εποχής, ο Γεώργιος Παπανδρέου, άλλαξε το χρώμα από μαύρο σε μπλε ενώ η σχετική εγκύκλιος απαιτούσε η κάθε μαθήτρια να φορά στο πέτο κονκάρδα, όπου αναγραφόταν το σχολείο και η τάξη. Το μήκος, δε, της ποδιάς ήταν απαραίτητα κάτω από το γόνατο. Κάτι σαν το κλασικό outfit της Γιαδικιάρογλου, δηλαδή, από την ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο».

 

Όποια θυμάται την εποχή που φορούσαμε εμπροσθέλα και ασορτί κορδέλα να σηκώσει το χέρι της 2

Την επόμενη δεκαετία, όπως γράφει η σχεδιάστρια μόδας Μαριάνθη Ζαχαράκη στο Αθηνοδρόμιο, οι σχεδιαστές πρόσθεσαν έξτρα φινετσάτες λεπτομέρειες στην ποδιά κάνοντάς την πιο ελκυστική και ελαφρώς πιο μοντέρνα. Έτσι η σχολική ποδιά απέκτησε λευκές διακριτικές λεπτομέρειες, σούρες μανσέτες, τσέπες, αποσπώμενο γιακά, ζώνη, κουκούλα, φερμουάρ κ.ά. ενώ κόντυνε και λίγο στο μήκος φτάνοντας έως το γόνατο.

Τη δεκαετία του 1970, μεγάλα πολυκαταστήματα των Αθηνών, όπως το Μινιόν, ο Δραγώνας, οι Αφοί Λαμπρόπουλοι, πριν την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, παρουσίαζαν τα νεόκοπα σχέδια στις ποδιές «από εκλεκτή ευρωπαϊκή ποπλίνα» με εκδηλώσεις και διαφημιστικές καμπάνιες. Μια σοβαρή αγορά είχε στηθεί γύρω από το επιβεβλημένο ρούχο, το οποίο αφορούσε κυρίως τα κορίτσια -τα αγόρια είχαν πετάξει τις ποδιές με το έτσι θέλω, καιρό πριν.

 

«Τα αγόρια μόνα τους την βγάλαν την ποδιά» λέει η Κατερίνα, μια άλλη μαθήτρια της Β’ Λυκείου στο ίδιο θέμα του ΒΗΜΑΤΟΣ, της Λένας Δουκίδου. «Το ίδιο πράγμα πρέπει να κάνουμε κι εμείς κι ας μην έχουμε την κοινωνική έγκριση» προτρέπει με σθένος.

«Βιοτεχνίες και σχεδιαστές εργάζονταν με αντικείμενο τη σχολική ποδιά. Η παραγωγή της και ο κύκλος εργασιών της είχε σοβαρή υπόσταση. Οι τιμές ποίκιλαν και έτσι ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της κάθε οικογένειας η αγορά ήταν εφικτή από όλους. Οι απλές ποδιές κόστιζαν από 400 δραχμές έως 700 δραχμές, ενώ, αν κάποιος επέλεγε ποδιά, φέρ’ειπείν, του σχεδιαστή Τσεκλένη, η τιμή της ήταν περίπου διπλάσια, δηλαδή μεταξύ 550 δραχμών και 1.500 δραχμών» συνεχίζει η Μαριάνθη Ζαχαράκη.

Φήμες θέλουν η κατάργηση της ποδιάς να βρήκε τον μεγάλο Έλληνα μόδιστρο, Γιάννη Τσεκλένη, με ένα τεράστιο στοκ μπλε υφάσματος, που μοιραία έμεινε αδιάθετο, οδηγώντας την επιχείρησή του σε οικονομική σύγχυση.

 

Στην ίδια, ενδεχομένως, σύγχυση που βρέθηκε, για άλλους λόγους, το πουριτανικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας όταν είδε τις μαθήτριες να πετούν τις ποδιές στα σκουπίδια και να ανεμίζουν τις φούστες τους κόντρα στους ανέμους των όποιων περιορισμών.

«Πιστεύω ότι η κυβέρνηση της αλλαγής θα καταργήσει κάθε διάταξη που διατηρεί την υποτέλεια της γυναίκας» θα σχολιάσει στο ίδιο άρθρο του ΒΗΜΑΤΟΣ, του 1982, η καθηγήτρια, Τίνα Γογγάκη. «Όμως αυτό δε φτάνει. Πίσω από το ζήτημα της αμφίεσης υπάρχει ένα βαθύτερο και ουσιαστικότερο πρόβλημα, που αφορά στη σχέση ανδρών και γυναικών, εκδηλώνει την καταπίεση μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας που δεν ανέχεται την αποκατάσταση της ισότητας. Πρέπει μόνες μας να παλέψουμε -με τους άλλους, με τον εαυτό μας-, για την αλλαγή της νοοτροπίας».

 

Σαράντα δύο χρόνια μετά, η ποδιά πέρασε την σφαίρα του μύθου, μαζί με τη φράση «κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσε κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινίσει», όμως η γυναίκα ακόμη διεκδικεί το δικαίωμα να ντύνεται σύμφωνα με την προσωπική της κουλτούρα και αισθητική χωρίς «να προκαλεί, να ενοχλεί, να φέρνει σε δύσκολη θέση, να γίνεται στόχος σχολιασμού ή επιθετικής συμπεριφοράς».

SHARE THE STORY