«Συνειδητοποιείτε μήπως ότι είμαστε η τελευταία γενιά στη Γη, η οποία γνωρίζει πώς ήταν η ζωή πριν τα σόσιαλ μίντια;» διαβάζω σε ένα ποστ στο ίνσταγκραμ, από αυτά που λειτουργούν σαν κανίσκι ράντομ σοφίας, ωστόσο η τετριμμένη αυτή φράση είναι ικανή να πυροδοτήσει κάποιες σκέψεις για το πριν και το τώρα -το μετά παραμένει αβέβαιο και έκτακτο σαν κάποιο απρόσμενο καιρικό φαινόμενο της κακοκαιρίας Boris.
«Αυτή ήταν εξάλλου η γενιά μου» γράφει ο Μάκης Μαλαφέκας στο εξαιρετικά εθιστικό Deep Fake, το «λάθος μυθιστόρημα» όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο και συνεχίζει απνευστί την περιγραφή του για τους Generation X της πόλης αυτής:
«Άτομα που έζησαν την τελευταία ελεύθερη κι ωραία εποχή, που την πρόλαβαν στο πάρα πέντε. Κυκλάδες με εισιτήριο 1.500 δραχμές και-μη-σε-νοιάζει-τίποτα, κάποια σοβαρά ακούσματα και διαβάσματα και σημειώσεις με μολύβι και φλούο, συζητήσεις στο σκοτάδι για ένα μέλλον που υπάρχει και αύριο θα του ορμήσουμε γιατί το ’90 έχει κίνηση κι έχει στυλ και το τρας του δε θα μας καταπιεί, για ένα μέλλον που θα του δώσουμε να καταλάβει, που θα το πάρουμε όρθιο κόντρα στον τοίχο, λίγο μετά το σάιμπερπανκ και λίγο πριν τα κινητά, η τελευταία γενιά που έζησε κάτι μαζικά πριν περάσει στην επιβίωση, που ήταν εικόνα η ίδια πριν γίνει θέαμα, που πήρε τον εαυτό της λίγο λιγότερα σοβαρά απ’ όσο όλες οι άλλες, έτσι, γιατί μπορούσε».
Ο Μαλαφέκας αλατίζει έντεχνα την πρόσφατη μνήμη της τελευταίας γενιάς που δούλεψε στα πρώτα της σκιρτήματα σε γραφεία χωρίς υπολογιστές, που έμοιαζαν με εικόνες του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν.