«Εσύ έτσι έμεινες;» με ρωτάει μια γειτόνισσα, μεγάλη σε ηλικία, άλλο target group από μένα, χρόνια πριν, αναφερόμενη προφανώς στην απουσία τέκνων. «Εσείς με αυτόν τον καημό ξυπνήσατε σήμερα;» απάντησα αυτόματα και γελώντας αλλά χαράσσοντας ξεκάθαρα την κόκκινη γραμμή στην μεταξύ μας επικοινωνία.
Ακολούθησε μια μικρο-παύση, ένα «εχμμμ» και τελικά ψέλλισε «ναι, με αυτόν τον καημό ξύπνησα σήμερα».
«Ε, και με αυτόν τον καημό θα μείνετε» φώναξα γυρνώντας την πλάτη μου και συνεχίζοντας τον δρόμο μου. Τι να της πω; Ότι δεν αισθάνομαι την παραμικρή επιθυμία να τσεκάρω τα κουτάκια κοινωνικής αποκατάστασης, να περιφέρω την ανταύγεια της πλειοψηφίας ως εισιτήριο αποδοχής και, κυρίως, ότι δεν «έμεινα έτσι» όπως σχολίασε η γειτόνισσα αλλά αντιθέτως «προχώρησα έτσι»; Δε θα βγάζαμε άκρη.
Οι άνθρωποι νοιάζονται εντόνως για την οικογενειακή κατάσταση κάποιου, και δεν εννοώ τις δημόσιες υπηρεσίες όταν σου ζητάνε να συμπληρώσεις τα στοιχεία σου ή τις τράπεζες όταν αιτείσαι δανείου ή ακόμα το τμήμα του HR όταν υπογράφεις μια σύμβαση εργασίας.
Οι άνθρωποι νοιάζονται εντόνως για την οικογενειακή κατάσταση κάποιου με τον ίδιο ζήλο που παρακολουθούν από τον καναπέ τους τις ζωές των χαρακτήρων της αγαπημένης τους σειράς να αναπτύσσονται -με πραγματικά αδιάφορο ενδιαφέρον. Μια τέτοια πληροφορία για τον έγγαμο, άγαμο ή άλλο βίο του διπλανού τους στερείται οποιουδήποτε ωφέλιμου φορτίου, αν το σκεφτεί κανείς, παρόλα αυτά παίζει δυνατά ως πατροναριστική, υπεραπλουστευτική ερώτηση.
Κι ενώ αρχικά δε μοιάζει με τέτοια, είναι, τελικά, μια πληροφορία με έξτρα χρέωση.
«Τα ζευγάρια χωρίς παιδιά λένε ότι έχουν μεγαλύτερη επαγγελματική ελευθερία και οικονομική σταθερότητα – το χειρότερο είναι η κριτική από τους άλλους ανθρώπους» γράφει ένα πρόσφατο άρθρο στο Fortune και συνεχίζει: