Πριν δυο χρόνια τέτοιον καιρό βρέθηκα στην Ύδρα καλεσμένη του Ιστορικού Αρχείου-Μουσείου του νησιού. Στην απογευματινή μου βόλτα μέχρι να περάσει η ώρα για το βραδινό event στην αποστομωτική ταράτσα του μουσείου κι ενώ βημάτιζα στο πλακόστρωτο, λίγο μετά τη Λαγουδέρα, απορροφημένη από την ομορφιά και την κάλμα του τοπίου, έγινα μάρτυρας μιας ευχάριστης ανατροπής: Φωνές, γέλια και χαρούμενα κουδουνίσματα τάραξαν, ξαφνικά, την πολύτιμη νηνεμία.
Μια ζωηρή, πολύχρωμη και εξωφρενικά στιλάτη πομπή αποτελούμενη από καμιά πενηνταριά άτομα ακολουθούσε τους έφιππους, Ινδούς νεόνυμφους άντρες πίσω από τα λευκά άλογά τους -κολιέ από αληθινά λουλούδια στόλιζαν τόσο τον δικό τους λαιμό όσο και των αλόγων τους. Η εύθυμη παρέα φορώντας ινδικά σάρια και περίτεχνα, παραδοσιακά κοσμήματα πάνω από τα επώνυμα ρούχα της γιόρταζε την ευτυχία του νεαρού ζεύγους.
Θα κατέληγαν στο κλασικό εστιατόριο, στα ιστορικά κανόνια, με θέα τη θολή γραμμή των οριζόντων και το άπειρο. Προνομιούχοι; Σίγουρα. Με αίσθηση του καλού γούστου; Αναμφισβήτητα.
Αυτή η εικόνα της ντελικάτης φιέστας ήρθε στο μυαλό μου σαν αντιπαραθετική παραβολή βλέποντας τις φαιδρές εικόνες με τους αλευρομένους, χλαμυδοφόρους ασπιδοκράτορες -τάχα μου δήθεν- αρχαίους, Έλληνες θεούς στην Ακρόπολη, μιας ακαλαίσθητης περφόρμανς που στήθηκε στο πλαίσιο ξενάγησης Ινδών πολυεκατομμυριούχων –είναι αστείο αν σκεφτεί κανείς ότι ένα από τα συνώνυμα της λέξης κομψός είναι το «αττικός».