Έπρεπε να το καταλάβω ότι δεν θα πήγαινε καλά αυτό το ραντεβού αν και το περίμενα πώς και πώς. Ήθελα να ακούσω τι έχει να μου προτείνει αυτός ο «κα-τα-πλη-κτι-κός» σύμφωνα με μία γνωστή μου, της οποίας το φεγγαροπρόσωπο και υπέρλαμπρο αποτέλεσμα των μη παρεμβατικών τσιμπημάτων από τα χεράκια του, με έκαναν να σηκώσω το τηλέφωνο και να πω «είμαι η φίλη της τάδε και θέλω το ίδιο που κάνατε σε αυτήν». Οι άτιμες οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια δεν φεύγουν, πλέον, με μια απλή κρέμα ενισχυμένης ρετινόλης όπως παλιά.
«Τι έχετε να μου προτείνετε; Έχω κάνει αυτό και το άλλο και κάτι ψιλά εδώ στα ζυγωματικά, όλα από λίγο, δεν μου αρέσει η παραμόρφωση, ούτε θα έκανα ποτέ χείλια-βεντούζες και πρόσωπο μπουγελόφατσας. Καταλαβαίνετε, έτσι δεν είναι;». Κάπως έτσι σκέφτομαι να του συστηθώ καθώς πηγαίνω προς το ιατρείο του εκείνο το ζεστό απόγευμα του Αυγούστου. Η συγκεκριμένη γειτονιά που είχε ζήσει κάποτε μέρες ακμής και ψηλοτάβανης, αθηναϊκής ζωής σήμερα είναι από τα πιο γοητευτικά πολυπολιτισμικά, αστικά κέικ με έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση και ρετιρέ-διαμαντάκια.
«Λοιπόν, κάθισε εδώ να δούμε τι χρειάζεσαι» μπαίνει κατευθείαν στο ψητό, χωρίς τις απαραίτητες και ήπιες, κολακευτικές ερωτήσεις που συνηθίζονται σε αυτές τις περιπτώσεις.
«Εδώ βρε Έφη» ακούω τον γιατρό να με φωνάζει, λίγα μέτρα πιο ΄κει, μετά το τρίτο σερί τηλέφωνο που του κάνω, μιας και η είσοδος μοιάζει με κυνήγι θησαυρού -όποιος τη βρει, κερδίζει. «Εδώ σου λέω, μα πού έχεις το μυαλό σου;» με επιπλήττει, ενώ ο πληθυντικός έχει πάει περίπατο και η οικειότητα έχει ξεφορτωθεί κάποια πρώιμα στάδια.
«Ωραία γειτονιά» λέω για να σπάσω τον πάγο. «Δεν μου αρέσουν καθόλου οι γείτονες», απαντάει αυτόματα χαρίζοντάς μου μια άχρηστη και κακοπροαίρετη πληροφορία.
«Λοιπόν, κάθισε εδώ να δούμε τι χρειάζεσαι» μπαίνει κατευθείαν στο ψητό, χωρίς τις απαραίτητες και ήπιες, κολακευτικές ερωτήσεις που συνηθίζονται σε αυτές τις περιπτώσεις -«τι θα ήθελες να διορθώσεις;», «τι δεν σου αρέσει τόσο πολύ;», «καλά, κούκλα είσαι, δεν έχεις ανάγκη τίποτα, αλλά λέμε» κ.λπ.
Τούτος εδώ παίρνει φόρα και ρίχνει κατά ριπάς. «Δεν πίνεις καθόλου νερό βλέπω, απαράδεκτο, απαράδεκτο, ό,τι έχεις κάνει είναι λάθος, λυπάμαι, δε θέλω να πω κάτι κακό για τους συναδέλφους αλλά είναι λάθος όλα, θέλει άλλη προσέγγιση το πρόσωπό σου, από κάτω προς τα πάνω, μην το τραβάς το δέρμα σου, δε φερόμαστε έτσι στον εαυτό μας, το αγγίζουμε απλά, κοίτα εγώ, είμαι 56 χρονών και βλέπεις δέρμα που έχω;».
«Πίνω νερό» ψέλλισα και σκέφτηκα ότι δείχνει αρκετά μεγαλύτερος από 56 αλλά δεν το είπα – αν και το μετάνιωσα στη συνέχεια. Πολύ παλιά τακτική το επιθετικό μάρκετινγκ, σκέφτομαι, πιο παλιά και από τη διαφήμιση με το θρυλικό σλόγκαν «οι ξύπνιοι οδηγούν Renault». Σε θυμώνω, δηλαδή, σε κάνω να αισθάνεσαι μειονεκτικά, άρα σε πωρώνω.
«Τελοσπάντων, για τα μάτια τι μπορούμε να κάνουμε;», ρωτάω με κομμένα τα φτερά μου ενώ κοιτάζομαι στον καθρέφτη απέναντί μου και αναρωτιέμαι αν αυτό που αντιλαμβάνομαι εγώ σαν συσσωρευμένη κούραση και αναπόφευκτη ηλικιακή χαλάρωση, αυτός το μετράει αυτόματα ως κατοστάευρα ή μήπως τελικά όλοι έχουμε μπει σε ένα παιχνίδι ταξικής ιεραρχίας όπου η κοινωνική αξία μετριέται με την εξαργύρωση της ομορφιάς μέσα από τις ενεσούλες της βοτoυλινικής τοξίνης Α.
«Τι να κάνουμε για τα μάτια;» μου απαντάει με ερώτηση ο ντοτόρε. «Μια χαρά είναι τα μάτια σου, ο τρόπος που κοιτάς φταίει».
«Η κοινωνική πάλη δοκιμάζεται πριν και μετά τη χρήση ξυλοκαΐνης για αναισθητικό. Έτσι ενώ ορισμένοι άνθρωποι έχουν την οικονομική ελευθερία να ασχοληθούν με την ομορφιά, άλλοι μένουν με το στίγμα της “ασχήμιας”» γράφει η Ellen Atlanda στο dazeddigital.com και συνεχίζει: «Η μορφή του meme “Δεν είμαι άσχημη, είμαι απλώς φτωχή” αντικατοπτρίζει αυτή την αλλαγή χρησιμοποιώντας φωτογραφίες “πριν” και “μετά” από διασημότητες υψηλού προφίλ, όπως η Bella Hadid και η Kylie Jenner καταδεικνύοντας πως τα χρήματα και όχι η γενετική, είναι το μόνο που χρειάζεται για να δημιουργηθεί ένα πρόσωπο που θεωρείται όμορφο».
«Τι να κάνουμε για τα μάτια;» μου απαντάει με ερώτηση ο ντοτόρε. «Μια χαρά είναι τα μάτια σου, ο τρόπος που κοιτάς φταίει, τα ανοίγεις πάρα πολύ για να δεις με αποτέλεσμα να τσακίζεις το δέρμα. Κάνεις πολύ έντονες εκφράσεις» συνεχίζει το σφυροκόπημα ο τύπος που επέλεξε το λάθος τζιν με τα εξωφρενικά, κίτρινα εξώραφα.
«Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα Δεδομένων Αισθητικής Πλαστικής Χειρουργικής, ο αριθμός των επεμβάσεων botox που πραγματοποιήθηκαν στην Αμερική αυξήθηκε κατά 54% μεταξύ 2020 και 2021, ενώ τα λοιπά ενέσιμα αυξήθηκαν κατά 75%. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη αγορά παγκοσμίως για τα ενέσιμα προσώπου και οι Βρετανοί πλαστικοί χειρουργοί ανέφεραν 70 τοις εκατό αύξηση των αιτημάτων για το 2022 σε σχέση με το 2020» διαβάζω σε μια σχετικά πρόσφατη έρευνα και αναρωτιέμαι αν αυτό το 70 τοις εκατό υπέστη το ίδιο κομψό bullying για τα σημάδια της ζωής του από τους θεράποντες ιατρούς του.
«Όλοι οι άνθρωποι που έρχονται σε μένα είναι ασθενείς, δεν είναι πελάτες», μου είχε πει πριν πολλά χρόνια ένας μεγάλος σταρ των πλαστικών επεμβάσεων της Αθήνας, γνωστός με το παρατσούκλι «ο καλύτερος μυτάς» καθότι έφτιαχνε μύτες κομψοτέχνημα.
Από τότε, βέβαια, πολλά άλλαξαν, τα υαλουρονικά έφτασαν να πωλούνται σαν τσίχλες στα περίπτερα και τα ερωτήματα του τύπου «υπάρχει ρατσισμός μεταξύ αυτών που τσιμπιούνται και των άλλων», μόλις γεννήθηκαν.
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Getty/ Ideal Images