Ο «κάγκουρας» μπορεί να λέει τη λέξη «λετζίτ»;

Ο «κάγκουρας» μπορεί να λέει τη λέξη «λετζίτ»; 1

Ένας παλαιότερος κι ένας νεόκοπος νεολογισμός ακούγονται στο ριπίτ από ’δω κι από’ κει -ακόμα και σε prime time zone στην ελληνική τηλεόραση-, κερδίζοντας έδαφος ως δόκιμοι όροι, κυρίαρχοι και παραδεκτοί, μπερδεύοντας ακόμα περισσότερο την τρεμάμενη ισορροπία των νοημάτων.

ΑΠΟ ΕΦΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

«Στην εποχή μου η λέξη κάγκουρας είχε αρνητική χροιά, πάντως» λέει η οικοδέσποινα με τα μαλλιά αλά Μπέλα Μπάξτερ, της τηλεοπτικής εκπομπής των ραντεβού στα τυφλά, τα οποία μοιάζουν με ρώσικη ρουλέτα του έρωτα, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα -από γάργαρο γέλιο μέχρι αβυσσαλέα αμηχανία.

«Αν αφήσεις τα πράγματα στην τύχη τους, πάντα έχουν την τάση να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο» δε λέει, άλλωστε, κι ένα εδάφιο από την προφητική περγαμηνή του Νόμου του Μέρφι;

Έπεσα πάνω στο παραπάνω απόσπασμα των τυφλών ραντεβού σε κάποιο τυχαίο επεισόδιο του Luben, όταν μία οξυζεναρισμένη 18χρονη, σαν τα κρύα τα νερά, αναζητούσε απεγνωσμένα και εντελώς συνειδητά έναν κάγκουρα να γεμίσει το κενό της full leather/ full tattoo ζωής της, διατυμπανίζοντας ωστόσο ότι είναι κι η ίδια «φουλ καγκούρισσα», τιμή της και καμάρι της κι ότι ουδεμία σχέση έχει με «σλατίνα», όλα κι όλα.

Κάπου εκεί η επικοινωνία μπήκε σε τροχιά τύπου «προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας» και το περιβόητο κι αναπόφευκτο γενεαλογικό χάσμα επιβεβαιώθηκε τόσο περίτρανα που ένιωσε την επιθυμία να κάνει πάρτι.

Ταυτίστηκα, υποχρεωτικά, με την οικοδέσποινα με τα μαλλιά αλά Μπέλα Μπάξτερ. Κι εγώ έτσι είχα καταγράψει την έννοια της λέξης «κάγκουρας» στο Filofax του generation X μυαλού μου.

Tα πράγματα αλλάζουν, τα κάτω έρχονται πάνω και ο κάγκουρας βγαίνει μπροστά με ντεμαράζ στην κούρσα των εντυπώσεων.

Ως κάτι που δεν ταιριάζει με τους καλοακονισμένους, ποζεράτους τρόπους του ψύχραιμου κοινού, ως μια συνθήκη που σετάρει με νικελωμένο παπάκι, κομμένη εξάτμιση και μαλλί-μόλις-κατατάχτηκα-στον-στρατό. Σε καμία περίπτωση ως έναν επιθετικό προσδιορισμό που προσδίδει άποψη υψηλών δονήσεων. 

Να όμως, που τα πράγματα αλλάζουν, τα κάτω έρχονται πάνω και ο κάγκουρας βγαίνει μπροστά με ντεμαράζ στην κούρσα των εντυπώσεων.

«Τι είναι κάγκουρας;» ρωτάει η μαμά της συναδέλφου μου, της Έλενας, τονίζοντας κάθε συλλαβή σαν να μιλάει κάποια ξένη γλώσσα; Πιθανότατα η μητέρα της Έλενας είδε το ίδιο επεισόδιο με την υπερήφανη καγκούρισσα.

Ετυμολογικά  η λέξη κάγκουρας προέρχεται από τα ίδια τα καγκουρό, διαβάζω στο slang.gr.

Πώς γίνεται αυτό; Σύμφωνα με μια θεωρία, εκείνοι που παρακολουθούν μια κόντρα αυτοκινήτων -στιγματίζοντας έτσι τον εαυτό τους γιατί δεν συμμετέχουν- από το κρύο αναγκάζονται να βάλουν τα χέρια στις τσέπες, παίρνοντας μια σκυφτή στάση.

Πάλλονται χοροπηδώντας για να ζεσταθούν, θυμίζοντας έτσι τα καγκουρό. Ο όρος προεκτάθηκε και από τους θεατές-κάγκουρες πέρασε στους ίδιους τους οδηγούς-κάγκουρες που ποζάρουν με το αυτοκίνητό τους και προσπαθούν να πουλήσουν μούρη. Φλεξάρουν, δηλαδή.

Ετυμολογικά  η λέξη κάγκουρας προέρχεται από τα ίδια τα καγκουρό, διαβάζω στο slang.gr.

Ο όρος επεκτάθηκε σε όποιον γενικά προσπαθεί να δείξει κάτι θέλοντας να τραβήξει την προσοχή των γύρω του τόσο με την οδήγηση, τη μόδα, το στυλ όσο και με τη συμπεριφορά -εξ ου και το ουσιαστικό «καγκουριά». 

Η παραστατικότητα των λέξεων ήταν, είναι και θα είναι ευθέως ανάλογη της γραφής τους.

Η γλώσσα είναι ζωντανή. Αλλάζει ανάλογα με τις εποχές και με το φύσημα του ανέμου, μεταβάλλεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών και με το είδος της εκάστοτε μορφής επικοινωνίας.

Άλλη γλώσσα παρέδιδαν τα ταχυδρομικά περιστέρια, άλλη τo πουλάκι του Χ και άλλη τα ποστ στο φέισμπουκ και η σλανγκ των φερέλπιδων.

Ένα νέο λεξιλόγιο αναπηδά ανά γενιά, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του καθενός από εμάς. Κάτι σαν non paper κώδικας, κάτι μεταξύ στενογραφίας, ιδεογραφίας και ιδεοληψίας.

Η καγκούρισσα -διαβάζω πάλι στο slang.gr- έχει ένα ή περισσότερα στοιχεία από τα παρακάτω: α) υπέρμετρο ναρκισσισμό και διάθεση κραυγαλέας αυτοπροβολής, αλλά τύπου λατέρνατιβ, β) συμπεριφέρεται όπως οι άντρες, ως ladette.

Ένα νέο λεξιλόγιο αναπηδά ανά γενιά, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του καθενός από εμάς. Κάτι σαν non paper κώδικας, κάτι μεταξύ στενογραφίας, ιδεογραφίας και ιδεοληψίας.

Η λέξη που με έκανε, όμως, να κοντοσταθώ και να σκεφτώ είναι το «λετζίτ», το οποίο αγνοούσα. Προφανώς και προέρχεται από το αγγλικό «legit» που σημαίνει σωστό/καλό/πειστικό/λογικό.

Όταν κοιτούσα έξω από το παράθυρο της ενηλικίωσης, το λετζίτ καθιερωνόταν, κυριολεκτικά, ως λετζίτ -αυτό που παλιά θα λέγαμε «κουλ».

Όταν όμως μέσα στη μακαριότητά μου, ακούω το λετζίτ τρεις φορές μέσα στην ίδια ημέρα, από έναν stand up comedian, από έναν παίκτη ριάλιτι κι από μια πολύ καλή, νεότερη από μένα, φίλη, κάτι άλλο παίζει.

Κάπου στη διαδρομή, κάτι έχασα. Όταν κοιτούσα έξω από το παράθυρο της ενηλικίωσης, το λετζίτ καθιερωνόταν, κυριολεκτικά, ως λετζίτ -αυτό που παλιά θα λέγαμε «κουλ».

Τότε ακριβώς, ήταν που συνειδητοποίησα με ανακούφιση ότι «μόλις εξηγήσεις κάτι αρχίζει να σχηματίζεται μέσα σου το αντίθετο, όλοι το ξέρουν αυτό», όπως έγραψε το 1991 ο Χρήστος Βακαλόπουλος στη «Γραμμή του Ορίζοντος», η οποία επανεκδόθηκε φέτος μετά από πολλά χρόνια από την Εστία κι έγινε ανάρπαστη.   

SHARE THE STORY