Είχα κάποτε μια φίλη – ξέρετε τώρα, «φίλες παρέας», από αυτές που προσπαθείς μία και τρεις φορές να ξαναβάλεις στη ζωή σου ενώ ξέρεις ότι η κάθε προσπάθεια σύσφιγξης σχέσεων είναι χαμένη από χέρι γιατί θα κολλά μόνιμα στο χαρακτήρα του ανθρώπου. Όπως λέει ο έρημος θυμόσοφος λαός, «αν δεν ταιριάζαμε, δεν θα συμπεθεριάζαμε». Σωστό και αλάνθαστο αυτό διότι η συγκεκριμένη κοσμικολάτρις σουσουράδα είχε τότε και έναν –πρώην πλέον– μπρουτάλ σύζυγο και όλοι κάναμε τα στραβά μάτια στις χοντράδες που εκστόμιζε. Γιατί; Ήμαστε πιο νέοι, πιο άσχετοι, πιο ανθεκτικοί στους μεγαλομπλαζέ χοντράνθρωπους, στους αγενείς, που νομίζαμε, μέσα στα νιάτα και στην αφέλειά μας, πως έλεγαν και καμιά κατά λάθος αλήθεια.
Μια ημέρα που παρεξηγήθηκα ευθέως, ήρθε σε μένα αργότερα η κυρία του κυρίου, καλοσυνάτα και με περίσσια πονηριά, κατ’ ιδίαν και εκ του ασφαλούς. Αυτά που μόνο κάποιες γυναίκες κάνουν για να δικαιολογούν έμμεσα, θεωρώντας πως δεν έγινε και κάτι –σαν να μαζεύεις τα σκουπίδια και να τα κρύβεις κάτω από το κρεβάτι σου για να μην τα βλέπεις–, τους άντρες που παντρεύονται λόγω οικογένειας, ονόματος και πολλών χρημάτων. «Ξέρεις τώρα, ο άντρας μου είναι τόσο καλός, αλλά κάποιες φορές μπορεί να γίνει ο μεγαλύτερος χοντράνθρωπος που μπορείς να φανταστείς με αυτά που λέει, και γι’ αυτό είναι παρεξηγήσιμος. Δεν είχε σκοπό να σε θίξει ούτε ως γυναίκα ούτε ως επαγγελματία. Να, απλά είναι πολύ μπροστά από την εποχή του, πολύ απλός και ταπεινός κατά βάση, και βλέπει τα πράγματα αλλιώς», είπε η κυρία.
Η γυναίκα αυτή τρελαινόταν για δημοσιότητα και κάποτε έδωσα έγκριση να μπει σε ένα περιοδικό της δεκαετίας του ’90 που διηύθυνα –θυμάστε όλοι τι πανηγύρι κοσμικής ζωής διάγαμε, αν και κάποιες δουλεύαμε σαν να μην υπήρχε αύριο– ως καλοντυμένη μαζί με άλλες επίσης καλοντυμένες κυρίες σε κάποιο κοσμικό gala. Τα περιοδικά μας ήταν φουλ από πάρτι τότε. Ήταν η χρυσή εποχή την οποία όλοι θυμόμαστε και στην οποία όλοι απολάμβαναν ένοχα να παρουσιάζονται. Ένα «τραβάτε με, κι ας κλαίω». Τότε, λοιπόν, εισέπραξα ένα ρατσιστικό, αγενέστατο, σε υψηλό τόνο και επιθετικό σχόλιο: «Η δική μου γυναίκα δεν είναι σαν όλες εσάς που θέλετε να ποζάρετε στο φακό. Μην τολμήσεις να την ξαναβάλεις πουθενά!». Κι ας παρακαλούσε στο μεταξύ η κυρία του για χαριτωμένες πόζες, για συνεντεύξεις περί διακοσμητικής διάνοιας και τα συναφή – και τι τραγέλαφος για κάτι τόσο μηδαμινό, για τόσα τίποτα που συνέβαιναν τότε και μας στενοχωρούσαν…
Θεέ μου, τι έχω ζήσει και υπομείνει από τέτοιες περιπτώσεις χειριστικών συμπεριφορών! Θέλω δέκα βιβλία να αφηγηθώ και να γράψω, και πάλι θα θυμάμαι κι άλλα περιστατικά.
Της απάντησα λοιπόν τότε ότι ο –χοντράνθρωπος, όπως μου τον περιέγραψε– σύζυγός της, τον οποίο λατρεύει κ.λπ., είναι απλά και ξερά εκ φύσεως αγενής και άξεστος και ότι αυτό δεν διορθώνεται ποτέ και με τίποτα πια. Αυτό διότι είχε καβατζάρει τα 50 και ήταν λίγο δύσκολο να αλλάξει και, από μόσχος σιτευτός, να μεταμορφωθεί σε κάτι πιο ανθρώπινο. Τα περιστατικά, δυστυχώς, δεν ήταν ένα και δύο, αλλά πολλά.
Όλα αυτά τα θυμήθηκα τόσο έντονα με αφορμή την πρόσφατη συνέντευξη του Νίκου Καρβέλα στη δημοσιογράφο Νίκη Λυμπεράκη. Τον Καρβέλα τον γνωρίζω από παλιά, πολύ παλιά. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι είναι υπερταλαντούχος και εξαιρετικά εύστροφος. Έχει πολλά υπέρ, αλλά και τόσα κατά, όπως όλοι μας. Τόσα κατά όσο το να είσαι κατα-στροφικός, αυτοκατα-στροφικός…
Ό,τι κι αν πρεσβεύεις, όπως κι αν θες να το πλασάρεις, όσο καλή πρόθεση κι αν έχεις, υποθέτω πως για τον Νίκο Καρβέλα δεν έχει καμία σημασία. Όπως καμία σημασία για εκείνον δεν έχει και η καλή θέληση στο λόγο ή το στρογγύλεμα της άποψης καθώς ξέρουμε ότι ο ίδιος αμολά τις λέξεις όπως του έρθουν, με έναν πρωτόγονο και ζωώδη τρόπο – γιατί έτσι είναι original και 100% ο εαυτός του. Όλο αυτό μού δίνει την εντύπωση πως το έχει μετουσιώσει μέσα του ως μοντέρνο και πολύ πιο μπροστά από την εποχή του.
Είναι όμως έτσι; Εγώ ταπεινά θα πω ότι θαύμασα το κουράγιο και την αυτοσυγκράτηση της Νίκης Λυμπεράκη. Είμαι σίγουρη ότι τα μηνίγγια της θα χτύπησαν στο ρυθμό της Ενάτης του Μπετόβεν πολλές φορές. Θα ήθελα να της πω λοιπόν ένα τεράστιο «μπράβο» για το πόσο αγέρωχα μπόρεσε να σταθεί απέναντι σε έναν τιτανοτεράστιο, φαινομενικά μπλαζέ, ΑΓΕΝΗ προς εκείνη.
Εγώ ταπεινά θα πω ότι θαύμασα το κουράγιο και την αυτοσυγκράτηση της Νίκης Λυμπεράκη. Είμαι σίγουρη ότι τα μηνίγγια της θα χτύπησαν στο ρυθμό της Ενάτης του Μπετόβεν πολλές φορές.
Επρόκειτο για έναν άνθρωπο που συνεχώς τη διέκοπτε, της απαγόρευε το λόγο, ακόμα και τη διατύπωση οποιασδήποτε ερώτησης. Αν μπορούσε, είναι σίγουρο ότι θα απαγόρευε και την ίδια της την ανάσα. Όλα αυτά φυσικά συνέβησαν ενώ πήγε εκεί οικειοθελώς και σε πλήρη συνεννόηση ότι θα πραγματοποιηθεί μια συνέντευξη με κανονικό διάλογο, live όπως εκείνος ήθελε, άλλωστε. Όχι, όμως, ο ίδιος πήγε εκεί με ένα θυμό καταχωνιασμένο στο πίσω μέρος του εγκεφάλου του για να καταρρίψει κάτι τόσο κατεστημένο όπως είναι μια απλή συνέντευξη.
Προσωπικά, το στυλ του Νίκου Καρβέλα μου αρέσει πολύ γιατί του ταιριάζει. Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος. Είναι πιο σωστός στυλιστικά ακόμα και από τον τεράστιο ροκά Όζι Όσμπορν. Εξίσου μου αρέσουν και τα τραγούδια του. Από τα πιο απλά και ανούσια για άλλους, τα σουξέ μιας άλλης εποχής, έως τη μουσική του που είναι συμφωνικό έργο όπως το «Μάλα», θεωρώ πως είναι πολύ μεγάλο μουσικό ταλέντο. Θα τολμούσα να πω ότι είναι ακόμα και μια ιδιότυπη ιδιοφυΐα, αλλά η αγένεια ενός ανθρώπου απέναντι σε έναν άλλο άνθρωπο μόνο ως τέτοια μπορεί να ερμηνευτεί εις τους αιώνας των αιώνων.
Όταν συμπεριφέρεσαι με τέτοια πρωτόγονη, μπρουτάλ αγένεια που συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της σαν πλημμύρα και χαλαζόπτωση μαζί, όταν επιτίθεσαι σε μια τόσο γλυκιά γυναίκα που έχεις απέναντί σου –γυναίκα, τονίζω– και εσύ ξεχνάς ότι είσαι άντρας, σύζυγος και πατέρας κόρης, τότε είσαι απλώς βαθιά αγενής. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο σβήνουν όλα.
Σβήνουν τα φώτα, σβήνει ο προβολέας που σε λούζει με άστρα και LED και δεν έχεις πια αστεροεκτόπισμα. Δεν είσαι πια το ταλέντο που λέω ότι είσαι για μένα. Δεν είσαι πια ιδιοφυής και οξυδερκής για μένα, το θαυμαστή, τον τηλεθεατή. Είσαι απλώς ένας αλαζόνας με επιμελώς φροντισμένη ατημέλητη εμφάνιση που πετάς κροτίδες για να γίνεις αντιληπτός.
Δυστυχώς όμως για σένα, γίνεται εκκωφαντικά αντιληπτή η τεράστια έμφυτη αλλά και ριζωμένη μάλλον από χρόνια αγένειά σου που κανένας και τίποτα δεν μπόρεσε να γλυκάνει μέσα σου. Βγαίνει και ένας θυμός για όλους και για όλα. Ένα ανάθεμα που μόνο ένας φίλος ψυχολόγος θα εξηγούσε και όχι εγώ, εγώ ως θεατής το εισπράττω έτσι όπως περιγράφω παραπάνω. Γιατί σε παρακολουθώ τρώγοντας, ενοχικά, σοκολατάκια, άνετα και χαλαρά στο κρεβάτι μου, και εσύ είσαι ο μέγας ευάλωτος, που είσαι, 12 τα μεσάνυχτα, σκιαχτικός αλλά και ροκ σταρ μαζί, πακέτο, απέναντί μου στην LG μου θέλοντας να προασπιστείς τον τίτλο σου, του αιρετικού ροκ σταρ.
Δεν είσαι πια το ταλέντο που λέω ότι είσαι για μένα. Δεν είσαι πια ιδιοφυής και οξυδερκής για μένα, το θαυμαστή, τον τηλεθεατή.
Σκεφτείτε πόσο, μα πόσο θα κέρδιζε ο Καρβέλας αν αποθεωνόταν για τη γλυκύτητα και την ευγένειά του. Αν όλοι λέγαμε πόσο γλυκός, μελιστάλαχτος, πράος, ευγενικός, και to the point είναι στις λέξεις που χρησιμοποιεί, πόσο ανατρεπτικός με το φιζίκ του ή με το πώς αναλύει τη φιλοσοφία του –γιατί έχει δικαίωμα να την υπερασπίζεται με τον τρόπο του–, τη φιλοσοφία ζωής του. Να γιατί η ευγένεια, η χάρις και, κυρίως, η βαθιά πραότητα κάποιων, λιγοστών σοφών που ακόμη ζουν ανάμεσά μας και μπορούν να πουν τα πάντα όλα όπως θέλουν, αλλά εξηγώντας τα χωρίς θυμό και επιθετικότητα, θα κερδίζουν πάντα.