«Εσείς εκεί στην Αθήνα υπάρχετε συνέχεια μέσα στον κλιματισμό, ε;» μου λέει η γυναίκα πίσω από το ταμείο στο παντοπωλείο/καφενείο/κέντρο διερχομένων, στο γνωστό τοπόσημο του «Νικήτα» της Δονούσας, κοιτώντας με στα μάτια με μια κάποια ψυχοπόνια και ισιώνοντας την κλαρωτή ρόμπα της.
Κανένας θαυμασμός για την «αθηναϊκή τρυφή». Κανένα θάμπωμα από καθρεφτάκι. Μια σκέτη, καθαρή διαπίστωση με εξόχως καθορισμένη διατύπωση. Το ρήμα «υπάρχετε» δε ρησιμοποιείται τυχαία. Δε λέει, πιχί, «είσαστε» ή «βρίσκεστε». Τονίζει τον υπαρξισμό ως φιλοσοφική αναζήτηση αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του,όπως θα έλεγε και ο Ζαν Πολ Σαρτρ.
Δε θυμάμαι τι ακριβώς της απάντησα, έχουν περάσει και κάποια χρόνια από τότε που πάτησα το πόδι μου στο πιο ντελικάτο νησί των Μικρών Κυκλάδων, αλλά θυμάμαι ότι δεν ξέχασα ποτέ αυτή τη φράση έκτοτε.
Φέτος, που λιώνουν τα τσιμέντα τα κλιματιστικά έχουν πάρει φωτιά. Και φέτος που τα κλιματιστικά έχουν πάρει φωτιά η Πεντέλη (ξανα)κάηκε.
Η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε είδα με καλό μάτι τους μηχανισμούς- κλουβιά των κλιματιστικών που κρέμονται στις προσόψεις των αθηναϊκών κτιρίων καταστρέφοντας τον όποιο αρχιτεκτονικό ρυθμό μπορεί να υπάρχει, γεμίζοντας κουτσουλιές από τα περιστέρια και χαλώντας το χρώμα των facade με τους εύκαμπτους σωλήνες που κρέμονται σαν ουρές μεταλλικών, γιγάντιων αρουραίων.