Η ρίψη ενός ζαριού ή το στρίψιμο ενός κέρματος, είναι τυχαία, όταν επαναλαμβάνονται πολλές φορές, ενώ η αλληλουχία των τυχαίων γεγονότων παρουσιάζει ορισμένα στατιστικά μοτίβα τα οποία μπορούν να μελετηθούν και να προβλεφθούν. Αυτό υποστηρίζει η θεωρία των πιθανοτήτων και το ίδιο πάνω-κάτω συμβαίνει με το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι, το «Ζάρι».
Ακούστηκε πρώτη φορά στις 7 Μαρτίου και έκτοτε τρεντάρει με φρενήρεις ρυθμούς στις αλγοριθμικές και άναλογκ συζητήσεις. Κάποιοι κρίντζαραν μεμιάς και έσπευσαν να το διατυμπανίσουν θεωρώντας τη αισθητική τους ανώτερη της διανοίας των απέναντι, άλλοι αποδόμησαν τον όρο του κιτς αντιλαμβανόμενοι την αίσθηση του ετερόκλητου πανζουρλισμού που κυριαρχεί στο «Ζάρι» ως ψεύτικη, επιτηδευμένη, ευτελή, στερούμενη βαθιάς σκέψης και με αποκλειστικό σκοπό την τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος.
Λες και η αποστασιοποιημένη τέχνη, η αφ΄υψηλού παρατήρηση και η δαιδαλώδης, ενίοτε ασαφής εμβάθυνση δεν αποσκοπεί στην τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος, αλλά σε ένα κλειστό λόμπι ψαγμένων –μπορεί να είναι κι έτσι αλλά όπως έλεγε ένας διευθυντής μου στα περιοδικά παλιότερα, κάθε φορά που του δείχναμε πιο μη μαζικές προστάσεις, «αυτό να το βάλετε στη γκαλερί, οκέι;».
Ενδιαμέσω διαξιφισμών ένθεν κακείθεν, φιλοσαττικών, αντιμαρινικών, εθνικοαπελευθερωτών του νέου ελληνικού ήχου που πατάει σε hip hop, ρεγκετόν, τραπ, βαλκανικό ραπ με μια γερή δόση παραδοσιακού ζουρνά και των κυκλοθυμικών εχθρών του νεωτερισμού, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στα σόσιαλ αυτές τις ημέρες συνοψίζεται στο επαναληπτικό ρεφρέν του «Ζαριού»:
Τα, τα, τα, τα, τα, τα Κι άσε να μας φέρει ό,τι θέλει μετά Τα, τα, τα-τα, τα, τα, να μας φέρει ό,τι θέλει"
Το οποίο «τα, τα, τα, τα, τα, τα» έχει γίνει στόχος διεκδίκησης πνευματικής περιουσίας μεταξύ του εγχώριου καλλιτεχνικού στερεώματος κι ας στερείται, εδώ που τα λέμε, και των δύο: Τίποτε πνευματικό και καμία περιουσία δεν εμπεριέχεται σε αυτόν τον στίχο, ο οποίος μοιάζει περισσότερο με τον πρώτο άναρθρο συλλαβισμό νηπίου αλλά ταυτόχρονα είναι αστείος και εθιστικός, κουβαλώντας την πρόσκαιρη ελαφρότητα των κολλημάτων.
Το «Ζάρι» έχει έξι πλευρές. Οι απόψεις που γράφτηκαν και ακούστηκαν για το τραγούδι που θα εκπροσωπήσει τη χώρα μας στη Eurovision στο Μάλμε, της Σουηδίας, έχουν άπειρες. Αγαπήθηκε και χλευάστηκε με ζήλο λες και πρόκειται για ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Τα ίδια λέγαμε και για τον Victor Vernicos που μας εκπροσώπησε πέρσι στη Eurovision, ο οποίος μάλιστα πέρασε και δεν ακούμπησε -neutral μπήκε στη σκηνή, αδιάφορος βγήκε. Τα ίδια και χειρότερα «σούρναμε» στα καρπούζια του Παπαϊωάννου στην καρότσα του Ντάτσουν της Ολυμπιάδας του 2004. Ένα ακόμα ιδιοσυγκρασιακό τικ των Ελλήνων, πέρα από τα χαρακτηριστικά τσαρούχια, σουβλάκια, Μοναστηράκι, Πλάκα, περικεφαλαίες, κλαρίνα, Καρυάτιδες, κυκλωτικούς χορούς, τουρίστες με κάλτσα και σανδάλι, που παρελαύνουν βομβαρδιστικά στο βίντεο κλιπ του «Ζαριού», με την υπογραφή του Αυστραλού σκηνοθέτη, Dov Wiesel, ο οποίος εστιάζει σε όλα αυτά που εμείς, οι γηγενείς, προσπερνάμε ακριβώς επειδή τα θεωρούμε δεδομένα –άρα ξεπερασμένα.
Η Μαρίνα Σάττι κάνει γερό ντόρο και είτε τρολάρει όπως ισχυρίζονται κάποιοι, είτε αγκαλιάζει την ελληνική κακογουστιά όπως διαμαρτύρονται άλλοι, έχει ήδη κερδίσει.
Διαβάζοντας τα σχόλια στα σόσιαλ και στις -ανάλογου ύφους- τηλεοπτικές εκπομπές γύρω από το «Ζάρι», μου γεννιέται αυτομάτως μια ανάγκη: να το υπερασπιστώ. Προσωπικά, δεν ταιριάζει στα μουσικά γούστα μου, δεν θα έβαζα ποτέ να το απολαύσω στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο, αλλά κάθε φορά που θα το ακούω παντού και στο repeat, από ‘δω και πέρα –έχει το απόλυτο εφέ της τσίχλας-, θα κεφάρω ελαφρώς και σίγουρα θα το σιγοτραγουδώ χωρίς να αισθάνομαι ότι πέφτω χαμηλά. Σιγά.
Αντί επιλόγου:
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό από το να θεωρεί κανείς ότι τα πάντα ξεκινούν από τον εαυτό του, που έχει επιλεγεί ως το κέντρο του κόσμου- βρίσκει έτσι τον εαυτό του ικανό να καταδικάσει τον κόσμο χωρίς καν να θέλει να ακούσει την απατηλή φλυαρία του» – Guy Debord, Γάλλος, καταστασιακός θεωρητικός, ο οποίος έγραψε την «Κοινωνία του Θεάματος».