Ο Γιάννης είναι ο αθλητής που μας έμαθε μέσα στο γήπεδο πώς να βάζουμε στόχους και ο άνθρωπος που με τον τρόπο που ζει και συμπεριφέρεται μας δίνει μαθήματα ζωής χωρίς να το κάνει επί τούτου. Απλά είναι έτσι ο Γιάννης.
Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί –και όχι μόνον εγώ- «τι καλό έχουμε κάνει ως Έλληνες για να μας αξίζει ο Γιάννης;». Τι καλό έχουμε κάνει στο Γιάννη, για να είναι τόσο ευγνώμων σ’ αυτή τη χώρα που μέχρι και λίγο πριν ανακοινωθεί το όνομά του ως ένας από τους δύο σημαιοφόρους στην έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων του Παρισιού, υπήρχαν κάποια συγκεκαλυμένα ή απροκάλυπτα «απομεινάρια» της Χρυσής Αυγής που μιλούσαν για το “αθάνατο ελληνικό πνεύμα” (γραμμένο ανορθόγραφα όμως).
Ο Γιάννης όμως όσα και αν κατάφερε στη ζωή του, με κόπο, με αγώνες (του γηπέδου και της ζωής), όσο ψηλά και αν έχει φτάσει –γιατί μας βλέπει από τα προσωπικά του «Ιμαλάια»- γυρίζει πάντα εδώ, στην Ελλάδα, τη χώρα που γεννήθηκε (γιατί δεν ξέρει άλλη χώρα) και όσες κορυφές και αν έχει κατακτήσει αυτή που του έλειπε ήταν μία: να συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς αγώνες με την Εθνική Ελλάδας.
Το Σαββατοκύριακο, στο Προολυμπιακό τουρνουά μπάσκετ όλοι έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό, και όσο και αν ήταν ίσως η πρώτη φορά που η ομάδα με coach το Βασίλη Σπανούλη δεν ήταν η «Εθνική του Γιάννη» αλλά και των 12 παικτών που πρόσφεραν τον σπουδαίο οβολό τους και μας έκανε μετά από 16 χρόνια να ξαναπαίξουμε μπάσκετ σε Ολυμπιακούς, για εκείνον ήταν το υπέρτατο όνειρο, που θα μπορούσε απλά –αν ήταν άλλος- να μην το έχει. Να επαναπαυθεί στις δάφνες του, να ξεκουραστεί, να μοιραστεί στιγμές με την οικογένειά του, να αδιαφορήσει.
Όχι! Εκείνος έπαιζε παθιασμένα, όταν έβγαινε για αλλαγή παρακολουθούσε όρθιος τον αγώνα μέχρι να ξαναμπει, όχι γιατί τον ένοιαζαν τα στατιστικά του, αλλά γιατί την ήθελε αυτήν την πρόκριση. Για την παρέα, για την ομάδα, για το είδωλο του, τον Σπανούλη, για την Ελλάδα.
Ο Γιάννης όμως όσα και αν κατάφερε στη ζωή του, με κόπο, με αγώνες (του γηπέδου και της ζωής), όσο ψηλά και αν έχει φτάσει –γιατί μας βλέπει από τα προσωπικά του «Ιμαλάια»- γυρίζει πάντα στη χώρα που γεννήθηκε και όσες κορυφές και αν έχει κατακτήσει αυτή που του έλειπε ήταν μία: να συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς αγώνες με την Εθνική.
Απ’ όλα τα ιστορικά, συγκινητικά και χαρούμενα που συνέβησαν εχτές το βράδυ στο ΣΕΦ η εικόνα του Γιάννη Αντετοκούνμπο να κλαίει έχοντας μπροστά το γιο του με μία πινακίδα που έλεγε «Paris 2024» και ένα κατάμεστο στάδιο να φωνάζει ρυθμικά το όνομά του «Αντετοκούνμπο», αυτή για μένα θα είναι η εικόνα που θα ξεχωρίσει ο αθλητικός ιστορικός του μέλλοντος. Ήταν σαν να έβλεπα ξανά το Γιάννη με τα όνειρά του μπροστά στο φακό του scouter όταν παιδάκι ακόμα, τον ξεχώρισε στην ομάδα του Φιλαθλητικού. Ήταν η στιγμή που ενώ το παιδί του και όλοι εμείς τον βλέπαμε ως υπερήρωα, εκείνος πατούσε για μία ακόμα φορά γερά στη γη, με το μυαλό του σε όσα τον έφεραν μέχρι εδώ και το βλέμμα ψηλά. «Εύχομαι να είμαι παράδειγμα σε όλο τον κόσμο και στα παιδιά μου» δήλωσε αργότερα μετά το εισιτήριο της πρόκρισης στους Ολυμπιακούς.
Τα μαθήματα που μας έδωσε εχτές ο Γιάννης συνεχίστηκαν στη συνέντευξη Τύπου: «Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να γράψω καλύτερα το σενάριο. Να έχω έναν από τους καλύτερους παίκτες, αυτόν τον ηγέτη (σ.σ. τον Βασίλη Σπανούλη), το είδωλό μου να μας οδηγεί στις νίκες. Να έχω τους συμπαίκτες μου που είναι πάντα εδώ, αυτά τα παιδιά που τόσο καιρό θέλαμε να πετύχουμε κάτι που να θυμάται ο κόσμος, να έχω αυτόν τον απίστευτο κόσμο στο σπίτι μας, να έχω την οικογένειά μου εδώ να με υποστηρίζει, να έχουμε τους φιλάθλους εδώ, τους ‘Πελαργούς’. Είναι ένα απίστευτο συναίσθημα».
Γιατί ο Γιάννης έχει μια μεγάλη αγκαλιά. Για όλους. Και για εκείνους που άδικα τον πλήγωσαν και για εκείνους που δικαίως τον θαυμάζουν.