Χθες, ημέρα Θεοφανίων: Είναι μια από τις τελευταίες μέρες γιορτών που ακόμα μπορώ να πάρω ως άλλη Λάσκαρη ανοιχτή στροφή στα λιμανάκια της Βάρκιζας με κάμπριο και να εξαφανιστώ για πάντα από την κατάθλιψη των γιορτών με σενάριο αλά Δαλιανίδη. Eγώ βέβαια το έκανα ακόμα πιο compliqué. Από τρελή παρόρμηση που λες και με έτρωγε καιρό τώρα, από οικογενειακές τύψεις καταπιεσμένες, επισκέφτηκα ξαφνικά την ηλικιωμένη 89χρονη θεία μου, την μόνη εν ζωή κολλητή φιλενάδα της μάνας μου που οι αναμνήσεις μαζί της… ουκ έστιν αριθμός.
Κόντεψε να της πέσει το τηλέφωνο από τα χέρια όταν με είδε μπροστά της στο classic 60s διαμέρισμα της όπου είδα όλη την ζωή μου να περνάει από μπροστά μου σε κάδρα και κορνίζες με φωτογραφίες παντός σχεδίου και σχήματος. Τριάντα πέντε χρόνια είχα να πατήσω το πόδι μου εκεί και σίγουρα αυτό το πόδι ήταν πολύ πιο ανάλαφρο και πιο γραμμωμένο τότε.
«Είσαι κι εσύ παιδί μου» υπερθεμάτιζε, αφού με βάζει στην σειρά με τα αλλά δυο παιδιά της 52 και 54 που τα φροντίζει η ίδια, αντί αυτά να φροντίζουν εκείνη.
«Μα δεν είμαστε πια παιδιά» της λέω και της το επαναλαμβάνω, «κοντεύουμε να αποκτήσουμε εγγόνια, ποτέ θα απαγκιστρωθείς από αυτόν τον φασιστικό μαγνήτη ευθυνών που έχεις επωμισθεί;»
«Τα παιδιά σου πάντα τα θεωρείς μικρά» μου είπε κλείνοντας μου το μάτι συνωμοτικά, ηδονικά, ενοχικά θέλοντας να τραβήξει κι εμένα -που λίγο θέλω -στην σκλαβιά της φυλακής της.
Αποχαιρετώντας με και δίνοντας μου αγίασμα των Θεοφανίων από τον Άγιο Ελευθέριο – που είχα να μπω από την κηδεία του πατέρα μου- διότι είναι πολύ βαριά γιορτή σήμερα κλπ, κλπ, κατέβηκα σαν κυνηγημένη τα σκαλιά της πολυκατοικίας προσπαθώντας να πάρω ανάσες.
"Ούτε βουτιά στο παρελθόν δεν επιτρέπεται πια να κάνω, μπερδεύεται τόσο το πριν με το τώρα που δεν ξέρω που πατώ και που βρίσκομαι"