Περιμένω να πληρώσω στην ουρά του σούπερ μάρκετ και σκέφτομαι πόσο τυχερή είμαι που ζω σε μια περιοχή που στο σημερινό φθινοπωρινό 32άρι όλες και όλοι ανταποκρίθηκαν με χαλαρό ζήλο-σαν έτοιμοι από καιρό, σαν θαρραλέοι, σαν Καλιφορνέζοι σέρφερ, σαν ανεπηρέαστοι καταναλωτές, με βλέμμα και αμφίεση «πετάχτηκα για γάλα, πάω πίσω στην παραλία, peace, love, unity αδερφέ».
Ξαφνικά, τρία ταμεία παραδίπλα, στο εξπρές των 10 τεμαχίων, ένας τύπος αψύς, πλαταράς και κάπως θηρίο, με T-Shirt που γράφει adidas αλλά από το μέγεθος των μυών, φτιαγμένων από πρωτεΐνη και συμπληρώματα διατροφής, το μακό στρετσάρει, διπλώνει και διαβάζεται alilas, αρχίζει να φωνάζει.
«Δεν ισχύει σου λέω, καταλαβαίνεις». Ουρλιάζει ενώ εκσφενδονίζει σάλια, εν εξάλλω, με γυρισμένα μάτια, σαν ήρωας του Σπιρτόκουτου του Οικονομίδη.
Κατεβάζει την χαρτονένια ταμπέλα που υπενθυμίζει τον περιορισμό των τεμαχίων και τη φέρνει στο κεφάλι της κοπέλας στο ταμείο.
Αυτή κλαίει, όλοι γύρω τον γιουχάρουν, η γυναίκα που τον συνοδεύει παραμένει ατάραχη -τα λαχούρια στο πουκάμισό της είναι πιο αναστατωμένα.
Ο αψύς συνεχίζει να βρίζει, να κατηγορεί την ταμία ότι χτύπησε στον μπροστινό του 11 αντικείμενα αντί για 10 και ότι αυτό τον θίγει βαθιά.
«Ένα πακέτο τσίχλες ήταν» ψέλλιζε η ταμίας μέσα στα αναφιλητά της.
Έχει περάσει κανά 5λεπτο με φωνές ένθεν κακείθεν. Από τη μία ο βαθιά θιγμένος, από την άλλη ολόκληρο το σούπερ μάρκετ.
Η ατάραχη με το λαχουρένιο πουκάμισο, συνοδός του τύπου βγαίνει από την πόρτα, απερίσπαστη, χωρίς να έχει ακούσει κανείς τη φωνή της ποτέ, βάζει μπροστά το αυτοκίνητο και περιμένει τον λεβέντη.
Ίσως γιατί οι άνθρωποι δεν αναζητούν κάποιο σοβαρό λόγο για να συγκρουστούν. Ένα κουτάκι τσίχλες αρκεί.
Μια γυναίκα με κόκκινη θήκη στο κινητό τραβάει την πινακίδα τους. Αυτός τη βλέπει και της κάνει επίθεση-σίκουελ.
«Είναι προσωπικά δεδομένα» ξαναφτύνει σάλια. «Φέρε μου το κινητό σου τώρα».
Έχει περάσει κανά 10λεπτο. Αυτός μπαίνει στο αυτοκίνητο της αμίλητης με τα λαχούρια και φεύγουν.
Μεγαλύτερη ταραχή μου προκάλεσε η στάση της άηχης αυτής συνοδού παρά οι θυμωμένες κραυγές του τραμπούκου -για όλους τους πιθανούς και απίθανους λόγους.
Γιατί όσα λέμε, ακούμε, διαπραγματευόμαστε, διεκδικούμε, επικοινωνούμε μοιάζουν βίαια, βαρυσήμαντα, σπουδαία, κρίσιμα και κατεπείγοντα; Που πήγε η ελαφρότητα;
Ίσως γιατί οι άνθρωποι δεν αναζητούν κάποιο σοβαρό λόγο για να συγκρουστούν. Ένα κουτάκι τσίχλες αρκεί.
«Χρειάζομαι Τέχνη, αυτή τη στιγμή, όχι μια κονσέρβα τόνο» θα πει η νέα γυναίκα, η πρωταγωνίστρια στο θεατρικό έργο «Γελώντας Άγρια» του Κρίστοφερ Ντουράνγκ βιώνοντας, χρόνια πριν, μια ανάλογη ιστορία κωμικοτραγικής και ακαταλόγιστης παραφροσύνης σε ένα σούπερ μάρκετ.
Ενώ προσπαθεί να πιάσει από το ράφι την κονσέρβα τόνου της αρεσκείας της ένας άγνωστος άντρας άθελά του την εμποδίζει, με αποτέλεσμα να την εξαγριώσει σε τέτοιο βαθμό που χωρίς δεύτερη σκέψη σφίγγει τη γροθιά της και τον κτυπάει με λύσσα στο πρόσωπο ουρλιάζοντας: «θα κάνεις στην άκρη, παλιομπίπ;».
Αυτό ήταν. Από ΄κει και πέρα ξετυλίγεται με καλπάζοντες ρυθμούς ένα εντελώς απρόβλεπτο γαϊτανάκι εξομολογήσεων, συγκρούσεων και παρεξηγήσεων.
Έχω καταλήξει να θεωρώ την ελαφρότητα αξία παρά ελάττωμα» θα πει ο Ίταλο Καλβίνο υπενθυμίζοντας την αβάσταχτη ελαφρότητα της γλώσσας, της λογοτεχνίας και της ζωής.
Οι δύο πρωταγωνιστές μιλούν ασταμάτητα κι επί παντός επιστητού. Για ό,τι τους ενοχλεί, τους αγχώνει, τους φοβίζει, τους εκνευρίζει. Από το πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς ταξί πλέον, μέχρι τα πυρηνικά απόβλητα -εάν το έργο είχε γραφτεί σήμερα στην κουβέντα τους θα χωρούσε εύκολα η κλιματική κρίση και η αυτοαναφορικότητα των σόσιαλ μίντια.
Όλα έχουν θέση στο λόγο τους. Και τούτο γιατί το μόνο που επιζητούν είναι να βρουν κάποιο δίαυλο επικοινωνίας σε έναν κόσμο παλαβό και σκληρό, που αρνείται κάθε ανθρώπινη επαφή.
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρύ από την συμπόνια. Ούτε ο ίδιος μας ο πόνος δεν είναι τόσο βαρύς όσο ο πόνος που μοιραζόμαστε μ’ έναν άλλο, για έναν άλλο, στη θέση ενός άλλου, πολλαπλασιασμένος από τη φαντασία, σε εκατοντάδες αντίλαλους» θα πει ένας άλλος ήρωας, του Μίλαν Κούντερα αυτή τη φορά, στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι απαντώντας καταλλήλως στον υπαρκτό, πλην εντελώς ανθρώπινο, παραλογισμό μας.
Ωστόσο υπάρχει λύση και έρχεται μέσα από τα λόγια ενός άλλου σπουδαίου διανοούμενου του 20ου αιώνα:
«Η μέθοδος εργασίας μου περιλαμβάνει τις περισσότερες φορές την αφαίρεση βάρους. Προσπάθησα να αφαιρέσω βάρος, άλλοτε από ανθρώπους, άλλοτε από ουράνια σώματα, άλλοτε από πόλεις- πάνω απ' όλα προσπάθησα να αφαιρέσω βάρος από τη δομή των ιστοριών και από τη γλώσσα. Έχω καταλήξει να θεωρώ την ελαφρότητα αξία παρά ελάττωμα» θα πει ο Ίταλο Καλβίνο υπενθυμίζοντας την αβάσταχτη ελαφρότητα της γλώσσας, της λογοτεχνίας και της ζωής.