Καμιά φορά νιώθω ότι μεγαλώνω και γίνομαι κακότροπη. Γίνομαι η γραφική της γειτονιάς που φωνάζει όταν τα πράγματα δεν γίνονται όπως τα ξέρω τα τελευταία 25 χρόνια που ζω στο Κουκάκι. Αλλά όλα έγιναν αλλιώς όλα αυτά τα χρόνια. Έχει χαθεί ο κοινωνικός ιστός. O μανάβης δεν είναι πια αυτός που ήξερα: τώρα φέρνει και greek gourmet συσκευασίες από μανιτάρια, κρόκο Κοζάνης, μαρμελάδες της yiayias και μηχάνημα για φρέσκους χυμούς για τους ιδρωμένους και κατακόκκινους τουρίστες λίγο πριν ανέβουν στην Ακρόπολη. Ο κρεοπώλης της γειτονιάς λειτουργεί περιορισμένες ώρες γιατί οι περισσότεροι πελάτες του, «γηγενείς» Κουκακιώτες, έφυγαν από την περιοχή λόγω των υψηλών ενοικίων και των AirBnB.
Οι γείτονες είναι κάθε εβδομάδα καινούριοι στην πολυκατοικία μου και πρέπει να μαθαίνω με «ρεπορτάζ» από την κυρά Δέσποινα από ποια χώρα είναι αυτή τη φορά ο από πάνω μου και από πού κρατάει η σκούφια του. Το Κουκάκι είναι πιο crowded από ποτέ. Hot spot των εναλλακτικών. Μία από τις βασικές επιλογές των τουριστών για διαμονή κάτω από την Ακρόπολη που παίζουνε Μονόπολη και για επίσκεψη φυσικά στο Μουσείο, στον Παρθενώνα και για βόλτα στην Αρεοπαγίτου. Επειδή η γκρίνια μου μπορεί να συνεχίσει αενάως για την περιοχή που αγαπώ τόσο πολύ, ας εστιάσω καλύτερα σ’ ένα βασικό πρόβλημα που με εμποδίζει να φτάσω μέχρι την πόρτα του σπιτιού μου για να ξεκινήσει η προαναφερθείσα γκρίνια: το πάρκινγκ.
Κάθε πρωί (πολύ πρωί), την ώρα που φεύγω για το ραδιόφωνο, βλέπω ένα σύνθημα σε τοίχο της γειτονιάς μου: «Σήμερα είναι η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου». Κάθε μέρα προσπαθώ να πάρω το ίδιο θάρρος όχι απλά για να ξεκινήσει η μέρα αλλά ποντάρω σ’ αυτό για να νιώσω τυχερή, επιστρέφοντας από το ραδιόφωνο, για να βρω πάρκινγκ στο Κουκάκι. Στη διαδρομή, μέχρι να επιστρέψω κάνω διαλογισμό, σκέφτομαι θετικά, «πετάω» ένα «Αξίζω, αξίζω, αξίζω» στον εαυτό μου, οραματίζομαι μία άδεια θέση έξω από το σπίτι μου την ώρα ακριβώς που στρίβω στο στενό μου και όταν μπαίνω στα πρώτα σύνορα του Κουκακίου όλες οι ελπίδες γκρεμίζονται σαν χάρτινοι πύργοι.
Στην πρώτη μισή ώρα που ψάχνω, δε με λες και την πιο καλή χριστιανή. Τα περισσότερα τα ακούει ο βενζινάς της γειτονιάς που πάω να γεμίσω το αδειασμένο μου ντεπόζιτο, σπαταλώντας όλη τη βενζίνη ψάχνοντας. Το δεύτερο μισάωρο βρίζομαι με τους ιδιοκτήτες των τουριστικών καταστημάτων που χρόνια τώρα βάζουν κώνους, κάνουν παράνομες διαγραμμίσεις, βάζουν παλιά δικά τους «σαπάκια» να παρκάρουν για να κρατήσουν τους χώρους για να στρίψουν επίσης κάπως παράνομα και να παρκάρουν μπροστά από την πόρτα του τουριστικού καταστήματος τα τουριστικά λεωφορεία. Λες και δεν μπορούν οι τουρίστες να πάρουν τα ποδαράκια τους από το σημείο που θα τους αφήσουν να φτάσουν μέχρι εκεί. Τι ρωτάτε; Αν έχουν άδεια να το κάνουν αυτό; Ας καγχάσω. Μόνοι τους παίρνουν μπογιά και φτιάχνουν διαγραμμίσεις.
Στη διαδρομή, μέχρι να επιστρέψω κάνω διαλογισμό, σκέφτομαι θετικά, «πετάω» ένα «Αξίζω, αξίζω, αξίζω» στον εαυτό μου, οραματίζομαι μία άδεια θέση έξω από το σπίτι μου την ώρα ακριβώς που στρίβω στο στενό μου και όταν μπαίνω στα πρώτα σύνορα του Κουκακίου όλες οι ελπίδες γκρεμίζονται σαν χάρτινοι πύργοι.
Μετά παρακαλώ σχεδόν κλαίγοντας ή άλλες φορές αξιοποιώντας την όποια γοητεία μου έχει απομείνει από την αδιανόητη ταλαιπωρία, τους πορτιέρηδες των ξενοδοχείων (ενός συγκεκριμένα που είναι κοντά μου) να με αφήσουν να πάρω μια μικρή μικρή θεσούλα από τον τεράαααστιο νόμιμο χώρο που έχουν μπροστά από το ξενοδοχείο έστω για δύο ώρες. Μέχρι να δω τι θα κάνω μετά. Είναι αμείλικτοι. Μόνον όταν με βλέπουν με το σκύλο πεζή είναι ιδιαιτέρως ευγενικοί.
Κάθε μέρα κάνω μία ώρα με το ρολόι να βρω πάρκινγκ στο Κουκάκι. Δεν μπορώ φυσικά να το διπλοπαρκάρω ούτε καν αφήνοντας σημείωμα με το τηλέφωνό μου. Δε θα το άφηνα ποτέ σε γωνία- ράμπες ΑμεΑ και διαδρόμους όδευσης τυφλών. Μία φορά το άφησα σε γωνία που βρήκα λίγο κανονικό χώρο και επειδή εξείχε λίγο το πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου «έφαγα» κλήση. Εγώ. Όχι εκείνοι με τους κώνους και τις παράνομες διαγραμμίσεις.