Κοντοστάθηκε στην ανοιχτή πόρτα σαν να ήθελε να γυρίσει να φύγει. «Άργησα πολύ» φωνάζει αλλά μετά βίας ακούγεται. Κάποια ζευγάρια μάτια την κοιτάζουν διερευνητικά.
Αδύνατη και κυρτή σαν χλωρό κρεμμύδι ντυμένο με ροζ πουκαμίσα, μαύρο παντελόνι και μαύρα αθλητικά. «Είμαι η Καίτη» λέει «που είχα ραντεβού στις δύο».
«Είναι τέσσερις» διαπιστώνει αυστηρά αλλά με γλύκα η αρχικομμώτρια.
«Το ξέρω, μωρέ» απαντάει το χλωρό κρεμμύδι «ήταν που ήθελα να έρθω αλλά δεν μπορούσα, είχα πέσει και τώρα σηκώθηκα, τελικά τα κατάφερα, δε θέλω κάτι σπουδαίο, να μια ψαλιδιά, να εδώ, ήμουν στο κρεβάτι για καιρό, δεν μπορούσα να ξεβγάλω τα μαλλιά μου, να μια ψαλιδιά, δε θα πάρει ώρα».
Μιλάει λες και απαγγέλλει κάποιο μάντρα, ένα ξόρκι λευκής μαγείας, ένα κωδικοποιημένο μήνυμα.