Στο νοσοκομείο έρχεται στην επιφάνεια σαν σωσίβιο σωτηρίας, η καλοσύνη μας. Συντρέχουμε, βοηθάμε, νοιαζόμαστε, μοιραζόμαστε την λύπη, την ανησυχία, τον πόνο και τη χαρά, του διπλανού κρεβατιού, κάνουμε “γειτονιά” με τον συνασθενή του θαλάμου μας και τους συγγενείς του.
Τη μεταδίδουμε αυτή την έγνοια σαν κολλητική ασθένεια. Μας τη μεταδίδουν και οι γιατροί και οι νοσηλευτές/ νοσηλεύτριες που δεν σταματούν να προσφέρουν. Με γνώσεις, με εμπειρία, με συναισθήματα, με αγάπη για τον ασθενή, με πραγματική επικοινωνία. Αυτό συνάντησα πέρσι τέτοιο καιρό στο Ασκληπείο Βούλας… Στιγμές που υγραίνουν τα μάτια μου.
Όταν έκανε εισαγωγή η μητέρα μου στο δωμάτιο μας, μια γιαγιά 98 ετών θα “αποχαιρετούσε” τα εγκόσμια μετά από μια επιβεβλημένη αλλά δύσκολη εγχείρηση. Μετά από 2 ημέρες συνεχών προσπαθειών, αγωνίας και φροντίδας, οι γιατροί και οι νοσηλευτές την κράτησαν στη ζωή. “Γιαγιά, με ακούς; Πρέπει να φας κάτι, για να γίνουμε καλά”, της έλεγε με τρυφερότητα μία νοσοκόμα χαϊδεύοντας το γερασμένο χεράκι της. Κάθε λίγο και λιγάκι η γιαγιά έβγαζε τα σωληνάκια και ένας γιατρός ήταν κοντά της. “Μην τα βγάζεις γιαγιά, σε παρακαλώ. Πρέπει να σε κάνουμε καλά”. “Να’ σαι καλά παιδάκι μου”, του έλεγε εκείνη χτυπώντας αργά και επαναλαμβανόμενα το δικό του χέρι.
Δύο νοσηλεύτριες με μπλε στολή στις θέσεις του χώρου αναμονής, αποκαμωμένες αγκαλιάζουν με το βλέμμα τους την τραγική γυναίκα.
Πήγα να πάρω καφέ. Στο ισόγειο τα επείγοντα. Μια αβάσταχτη κραυγή σταματάει τον “βόμβο” των επισκεπτών που πήγαιναν στον δικό τους άνθρωπο. Πάγωσα. Δεν πήγαινα πουθενά. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Είχα παγώσει. Μια μάνα μόλις έχασε τον γιο της. Δυστύχημα. Ουρλιάζει με όλη τη δύναμη που της δίνει ο πόνος. Κοιτάζω δεξιά. Δυο ζευγάρια υγρά μάτια την κοιτάζουν. Δύο νοσηλεύτριες με μπλε στολή στις θέσεις του χώρου αναμονής, αποκαμωμένες αγκαλιάζουν με το βλέμμα τους την τραγική γυναίκα.
Μετά το χειρουργείο, μας αλλάζουν θάλαμο. Στον ίδιο θάλαμο με μία υπέροχη στωική γυναίκα από την Αρμενία και μια ακόμη λεπτή γυναίκα με κοντό ψαρό μαλλί και τσιγαροφωνή που επαναλάμβανε κάθε φορά την ιστορία του ατυχήματος της με άλλες πληροφορίες. Ήταν μόνη. Δεν είχε κανέναν. Από τη μοναξιά, έχασε τα λογικά της. Μόνον εμάς είχε που συγκατοικούσαμε μαζί στο θάλαμο και τις νοσηλέυτριες που τρυφερά ανέχονταν την γκρίνια της και την φρόντιζαν με αγάπη. Αργότερα έμαθα ότι με το εξιτήριο της θα εισαγόταν σε ψυχιατρική δομή.
Είσαι ισότιμα άνθρωπος σ' ένα νοσοκομείο με όποιο ρόλο και αν βρίσκεσαι εκεί. Οι κοινωνικές τάξεις εξαλείφονται και η ενσυναίσθηση τις ξεπερνά.