Διαβάζοντας τον αποχαιρετισμό του καλειδοσκοπικού Γιασεμιού στα σκαλάκια της Μνησικλέους, το οποίο έστεκε στο ίδιο σημείο δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, μέρα και νύχτα, με βροχή και με καύσωνα, ένιωσα ένα αόρατο, sodade χτύπημα στην πλάτη -σαν ένα ταπ ταπ μιας μελαγχολικής, βαθιά νοσταλγικής λαχτάρας- ίδιο με αυτό που είχα περιγράψει όταν άκουσα ότι κλείνει το Ideal στην Πανεπιστημίου, ή το Παλλάς στο Παγκράτι.
Είμαστε αυτοί που βλέπουν το «τέλος εποχής» να περνάει μπροστά τους σε λούπα. Είμαστε η γενιά που δακρύζει από συγκίνηση για όλα αυτά που άφησε πίσω της, παραμένοντας σχετικά νέα κι αναμένοντας τις επόμενες μεγάλες ανατριχίλες, οι οποίες ωστόσο δεν έρχονται -έχουν μεταμορφωθεί σε αλγοριθμικές ικανοποιήσεις του δευτερολέπτου και μαζικοποιημένα γούστα για να ψηφιακές επιβραβεύσεις ενός σηκωμένου αντίχειρα.

Είμαστε η γενιά που δακρύζει από συγκίνηση για όλα αυτά που άφησε πίσω της.
«Οι επιταχυνόμενοι ρυθμοί της ιστορίας έχουν μεταβάλει εις βάθος την ατομική ύπαρξη, η οποία, τους περασμένους αιώνες, απλωνόταν, από τη γέννηση ως τον θάνατο, μέσα σε μία και μόνο ιστορική εποχή· σήμερα καβαλικεύει δύο, κάποτε και τρεις. Παλιά η ιστορία προχωρούσε πολύ πιο αργά από την ανθρώπινη ζωή, σήμερα όμως προχωράει πιο γρήγορα, τρέχει, ξεφεύγει από τον άνθρωπο, τόσο που κινδυνεύει να διαρραγεί η συνέχεια και η ταυτότητα της ζωής».