ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Εφευρίσκοντας τη νέα Έλενα

Εφευρίσκοντας τη νέα Έλενα 1
Οι πρώτες ζεστές ακτίνες ήλιου μετά από έναν «αιώνιο χειμώνα».

Υπήρξα από τις πολύ τυχερές γυναίκες που απέκτησαν ό,τι ήθελαν στην πιο όμορφη φάση και τη νιότη τους έχοντας δίπλα τους τον άντρα που λάτρευαν χωρίς ίχνος υστεροβουλίας, ο οποίος βέβαια ήταν και μια πολύ δυνατή, δύσκολη και πολυσχιδής προσωπικότητα, με μεγάλη επιδραστικότητα στους γύρω του.

ΑΠΟ ΕΛΕΝΑ ΜΑΚΡΗ

Αν η τελευταία δεκαπενταετία ήταν η πιο ανατρεπτική και δύσκολη στη μέχρι τότε διόλου ανέφελη ζωή μου, τα τελευταία τρία χρόνια μπορώ να τα χαρακτηρίσω με σιγουριά ως την πιο σκοτεινή, μαύρη περίοδο, χωρίς υποψία διεξόδου, της ύπαρξής μου. Από ένα κορίτσι που μεγάλωσε στα δύσκολα, στηριζόμενη αποκλειστικά στα δικά του πόδια από τα 18 μου –εάν δεν δούλευα, δεν έτρωγα, δεν έβγαινα, δεν ντυνόμουν και δεν πλήρωνα δίδακτρα και υποχρεώσεις σπιτιού, αλλά και γονιών, που είχαν και τη δική μου ανάγκη για αρωγή–, έφτασα αισίως στα 26, όταν ένας προβολέας που εξέπεμψε το πιο θεϊκό φως με έλουσε. Φυσικά, ήταν η αγάπη της ζωής μου, που μόλις είχα βρει.

Με το που απέκτησα το πρώτο μου παιδί, την κόρη μου, νόμιζα πως η ζωή μου άλλαξε για πάντα –κι έτσι ήταν για αρκετά υπέροχα και περίπλοκα χρόνια–, αλλά και πως θα είχα επιτέλους το θείο μανδύα που από βρέφος προσδοκούσα, την πατρική προστασία, την αντρική προστασία. Η σχέση μου με τον άντρα της ζωής μου ήταν καθοριστική γιατί συμβόλιζε και αντικατόπτριζε τα πάντα: το ερωτικό πάθος, την κεραυνοβόλα αγάπη, αλλά και το μέντορα και Πυγμαλίωνα στην καριέρα μου. Τον απόλυτο δάσκαλο ζωής και επαγγελματικής διαδρομής, που ήταν παράλληλα ο σταθερός συμπαραστάτης, ο αυστηρός κριτής, ο ενθουσιώδης παρακινητής και ο μεγάλος θαυμαστής μου, ο άντρας μου, η μοναδική τεράστια σχέση στην οποία βρήκα επιτέλους αγκαλιά και σιγουριά. Από την αρχή, δεν μου χαρίστηκε τίποτα σε αυτήν τη σχέση – δούλεψα πάρα πολύ σκληρά κοντά του, μαθήτευα κυριολεκτικά δίπλα του. Έτρεμα την κριτική αλλά και τις αποτυχίες μου και τα άκουγα χωρίς κανένα φίλτρο όταν αυτές συνέβαιναν, έχοντας απέναντί μου έναν αμείλικτο εργοδότη που μου ζητούσε, όπως όλοι οι εργοδότες, να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα, πολλές φορές, λάθη μου.

Χαιρόταν όμως περισσότερο από μένα στις επιτυχίες μου και μου έδειχνε ένα θαυμασμό ανείπωτο σε λόγια και πράξεις. Μόνο τα υπέροχα, εκφραστικά πράσινα μάτια του που υγραίνονταν αυτόματα όταν ήθελε να με επιδοκιμάσει για κάτι που είχα φέρει σε πέρας με επιτυχία, αυτό και μόνο περίσσευε ως ένδειξη της αγάπης του.

Και ο Αντώνης, τα τελευταία χρόνια, αυτό μου έλεγε συνεχώς: «Πρέπει να κρατηθούμε και να πάμε όπως πηγαίνει το κύμα, μέρα μέρα, για να βγούμε στη στεριά».

Υπήρξα από τις πολύ τυχερές γυναίκες που απέκτησαν ό,τι ήθελαν στην πιο όμορφη φάση και τη νιότη τους έχοντας δίπλα τους τον άντρα που λάτρευαν χωρίς ίχνος υστεροβουλίας, ο οποίος βέβαια ήταν και μια πολύ δυνατή, δύσκολη και πολυσχιδής προσωπικότητα, με μεγάλη επιδραστικότητα στους γύρω του. Ήμουν ευλογημένη που κι εκείνος μου χάρισε υπερβολική αγάπη και γενναιοδωρία συναισθημάτων δείχνοντάς τες με καθημερινές αυταπόδεικτες πράξεις σε όλες τις εκφάνσεις της κοινής μας ζωής: ως σύζυγος, ως καταπληκτικός πατέρας τριών παιδιών και ως συμπαραστάτης και συνοδοιπόρος στα προβλήματα που ήρθαν αναπόφευκτα, και ήταν πολλά… Αυτά τα μεγάλα προβλήματα –για να σας βάλω λίγο στο κλίμα, αν και είμαι σίγουρη ότι το ξέρετε κι εσείς– είναι σαν τα τεράστια κύματα μετά από τσουνάμι. Απαιτούνται χειρισμός, τύχη και συνεργασία με το σύντροφό σου για να βγεις στη στεριά. Και ο Αντώνης, τα τελευταία χρόνια, αυτό μου έλεγε συνεχώς: «Πρέπει να κρατηθούμε και να πάμε όπως πηγαίνει το κύμα, μέρα μέρα, για να βγούμε στη στεριά».

Εφευρίσκοντας τη νέα Έλενα 2
Όταν η καρδιά του σταμάτησε, σταμάτησε και ο δικός μου εαυτός να υπάρχει, να ζει. Μόνο υπολειτουργούσε, μηχανικά, γιατί έτσι είμαι προγραμματισμένη, σαν μηχανή.

Και τι δεν περάσαμε σε αυτό το δεκαετές πολύπαθο ταξίδι μας από το 2012 που έκλεισαν οι Εκδόσεις Λυμπέρη έως το 2022! Μόνο οι δυο μας το γνωρίζουμε. Ό,τι πιο ακραίο, ό,τι πιο διχαστικό και ενωτικό συγχρόνως για ένα ζευγάρι, ό,τι πιο τοξικό αλλά και ό,τι αποδεικνύει την πραγματική αγάπη δύο ανθρώπων που επέλεξαν να μείνουν μαζί όταν όλες οι συνθήκες στράφηκαν εναντίον τους. Όταν μια οικογένεια πλήττεται από μια ολική οικονομική καταστροφή, ανά πάσα στιγμή όλα μπορούν να καταρρεύσουν καθώς, πολύ απλά, καταρρέει και ο ψυχικός κόσμος του «κυνηγού λιονταριού», που είναι ο άντρας. Όσο κι αν σας ακούγεται ως στερεότυπο, με ένα μεγαλύτερο κατά δεκατέσσερα χρόνια σύντροφο και κλασικής κοπής αρσενικό αυτό ακριβώς συμβαίνει. Παράλληλα, δημιουργούνται πάρα πολλές νέες ευθύνες και μετατοπίζονται οι ισορροπίες που πρέπει να τηρήσει το ταίρι του, δηλαδή εγώ, για να μη διαλυθεί η φωλιά τους που ανεμοδέρνεται. Εάν καταλάβεις και αισθανθείς ευγνώμων ως γυναίκα για όλα όσα σου πρόσφερε ο σύντροφός σου μέχρι τώρα, ο «κυνηγός που κάποτε σκότωνε βουβάλια και τα έφερνε στη φωλιά ως καύσιμη ύλη για όλη την οικογένεια», θα δεχθείς ότι θα υπάρξουν ημέρες ή μήνες που τα θηράματά του μπορεί να είναι από τα απολύτως απαραίτητα έως ανύπαρκτα. Και θα το δεχθείς με υπερηφάνεια και πλήρη ενσυναίσθηση και στήριξη για εκείνον.

Το μυστικό της ευτυχίας μας ήταν το ότι ο σεβασμός και η βαθιά αγάπη μας νικούσαν ακόμα και τις παράλογα νευρικές, τοξικές στιγμές που, ανάλογα με τα προβλήματα και το βαθμό των δυσκολιών, προέκυπταν. Όταν χάναμε τη φωλιά που είχαμε χτίσει με τόσο περίσσευμα αγάπης και την πεποίθηση ότι αυτή θα υπάρχει για πάντα σαν καταφύγιό μας, όταν ξηλωνόταν ξανά και ξανά αυτό το επαγγελματικό και οικογενειακό οικοδόμημα, εμείς, εκείνος και εγώ, αντί να ρίχνουμε ευθύνες ο ένας στον άλλο, στραφήκαμε ο ένας στην εμψύχωση του άλλου. Όταν ο ένας κατέρρεε ψυχικά, ο άλλος γινόταν ο σωματοφύλακάς του, το Χέρι του Θεού που τον επανέφερε στη ζωή, και το αντίστροφο. Υπήρξαν και καβγάδες και τρομερές εκρήξεις θυμού και στιγμές απόγνωσης ή αγανάκτησης, αλλά ποτέ οπισθοχώρηση και λιποταξία. Αρκούσαν αργότερα ένα υγρό βλέμμα αγωνίας, μια τρυφερή κίνηση ή ένα γέλιο από ένα δικό μας αστείο για να ανοίξουμε αυτόματα την αγκαλιά μας ο ένας στον άλλο. Και δεν ήταν μία, αλλά εκατοντάδες οι φορές αγάπης, έρωτα και απόγνωσης για αυτό το αύριο που δεν ξέρεις τι απρόσμενο θα φέρει, οι ημέρες μετάνοιας και παράκλησης για την ελπίδα ότι είμαστε δυνατοί και θα τα καταφέρουμε. Και σχεδόν τα καταφέραμε, σχεδόν...

Όταν ο ένας κατέρρεε ψυχικά, ο άλλος γινόταν ο σωματοφύλακάς του, το Χέρι του Θεού που τον επανέφερε στη ζωή, και το αντίστροφο.

Μόνο εάν κάποιος έχει επιζήσει από τέτοιες τεράστιων κυμάτων φουρτούνες, μπορεί να αντιληφθεί τη δύναμη ψυχής που χρειάζεται να εφεύρεις μέσα σου. Από ένα σημείο και μετά, ωστόσο, το κάνεις μηχανικά σχεδόν, βλέποντας απλώς τρία παιδιά που σε έχουν απόλυτη ανάγκη και σε κοιτάζουν βαθιά στα μάτια παρατηρώντας κάθε σου έκφραση και περιμένοντας να μη λυγίσει κανείς γονιός τους. Λυπάμαι που το λέω, αλλά είναι διαχειρίσιμο μόνο από γυναικείο νου το να κρατήσεις όρθια μια οικογένεια από μια φυσική καταστροφή μεγατόνων. Οι άντρες είναι προορισμένοι για να καταστρέφουν σχέσεις και οι γυναίκες, εφόσον αποφασίσουμε ότι το θέλουμε πραγματικά, για να τις διατηρούμε. Έτσι, λοιπόν, βρίσκεις τρόπους να ταΐσεις ως γυναίκα το τεράστιο εγώ του άντρα που έχεις δίπλα σου, το οποίο πληγώθηκε ανεπανόρθωτα κι εσύ πρέπει να επαναφέρεις την ισορροπία του για να τον πείσεις ότι αξίζει, ότι μπορεί ακόμη, ότι είναι αυτός που πάλι θα τα καταφέρει, κι ας υποφέρεις μέσα σου από φόβο και ανασφάλεια. Παραμένεις όμως νηφάλια, ακόμα κι όταν ακούς τα πιο παράλογα πράγματα, άδικες κατηγορίες ή ασύλληπτες γκρίνιες, έχοντας τη σοφία να αναγνωρίζεις ότι όλα αυτά είναι απλώς μια κραυγή για βοήθεια από το σύντροφό σου που έχει ξεπεράσει τα όρια αντοχής του. Γίνεσαι ο σκουπιδοτενεκές του –αν το αντέχεις– για όσα πρέπει να πετάξει από την ψυχή του, η χωματερή του που θα θάψει όλα αυτά, και ταυτόχρονα ξαναγεννιέσαι σαν ευωδιαστή χαράδρα γεμάτη μπουμπουκιασμένα ανοιξιάτικα ζουμπούλια που σε ζαλίζουν με το άρωμά τους και παρασέρνεις κι εκείνον κοντά σου για να ξεχαστεί η πληγωμένη του υπερηφάνεια.

Κι εσύ; Εσύ είσαι σχεδόν πάντα μια κατάκοπη συναισθηματικά, στα όρια της θλίψης άπειρες φορές, γυναίκα και ασθμαίνεις να τα προλάβεις όλα προτού ξεσπάσει η επόμενη τρικυμία γιατί πάλι πρέπει να επέμβεις, γιατί χωρίς εσένα το οικοδόμημα και εκείνος, η αγάπη σου, η λατρεία σου, θα γκρεμοτσακιστούν. Υπάρχουν αναρίθμητες γυναίκες που βιώνουν το ίδιο κάθε μέρα, και ακόμα χειρότερα. Σε αυτή την υπερπροσπάθειά σου, κάνεις και άτσαλες κινήσεις –δεν γεννήθηκες ισορροπιστής σε τσίρκο–, αλλά πάλι, κουτσά στραβά, τα καταφέρνεις επειδή είσαι γυναίκα με υπερδυνάμεις από την πολλή αγάπη και στοργή, που κάποιες φορές ξεχνάς να του τις υπενθυμίζεις, και σου γκρινιάζει κι από πάνω. Ανθρώπινο αδύναμο ον είσαι κι εσύ, αλλά τα καταφέρνεις – είπαμε, γυναίκα είσαι.

Και ξημερώνει μια μέρα που, εκεί όπου νομίζεις πως κέρδισες έναν ακόμα πόλεμο, πέτυχες άλλη μία νίκη, έρχεται μια τυχαία ζαριά και πηγαίνεις πάλι ούτε καν στην αφετηρία... Είσαι εκτός παιχνιδιού, το ζάρι σου απλώς πετάχτηκε και σφήνωσε κάπου τόσο ερμητικά που, ό,τι κι αν κάνεις, δεν το ξαναπαίρνεις στα χέρια σου, ξέμεινε για πάντα στα χαμένα.

Ο άνθρωπος είναι πάντα μόνος του στην αρρώστια. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να του απαλύνει τον πόνο, μόνο τα οπιούχα ναρκωτικά. Ο πόνος στην ψυχή του, όμως, η αγωνία στο βλέμμα του όταν σε ρωτά αν θα πεθάνει ή η διαπίστωση του ότι θα πεθάνει απαιτούν από σένα τεράστια δύναμη.

Αυτό συνέβη τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Μια ενόχληση, μια εξέταση, μια πιο εξειδικευμένη εξέταση, και τα αποτελέσματα ήρθαν μια ηλιόλουστη ημέρα άνοιξης, καθώς πλατσουρίζαμε με φίλους στην αγαπημένη μας παραλία, με τη διάθεση ότι όλα φτιάχνουν επιτέλους. Εκεί πάγωσαν όλα, τα νερά στα πόδια μας έπεσαν στους μείον βαθμούς, η άνοιξη άρχισε σιγά σιγά να οπισθοχωρεί και να γίνεται πάλι χειμώνας, ολοένα και πιο βαρύς, αιώνιος.

Ο άνθρωπος είναι πάντα μόνος του στην αρρώστια. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να του απαλύνει τον πόνο, μόνο τα οπιούχα ναρκωτικά. Ο πόνος στην ψυχή του, όμως, η αγωνία στο βλέμμα του όταν σε ρωτά αν θα πεθάνει ή η διαπίστωση του ότι θα πεθάνει απαιτούν από σένα τεράστια δύναμη – κι εγώ δεν ξέρω πια πόση έχω… Τρεις φορές έπαιξα το ίδιο θέατρο του παραλόγου στη θανατηφόρα ασθένεια αγαπημένου μου ανθρώπου. Πρώτα στου πατέρα μου, μετά στης μητέρας μου και τέλος στης λατρείας της ζωής μου, στου άντρα με τον οποίο έζησα περισσότερο απ’ ό,τι με τους γονείς μου. Απελπίστηκα τόσες φορές νομίζοντας πως δεν θα τα βγάλω πέρα. «Θα αφήνω τα δάκρυά μου να τρέχουν ρυάκια μπροστά του, κι ας καταλάβει ό,τι θέλει», έλεγα παραμιλώντας στο δρόμο ή οδηγώντας – εκεί όπου έκλαιγα όσο ήθελα. Απέφευγα με τεχνάσματα να τον αγκαλιάζω υπερβολικά συχνά για να μην αντιληφθεί το παραμικρό. Ντρέπομαι που το παραδέχομαι, αλλά ήταν λόγω αδυναμίας – φοβόμουν μην πάθω νευρική κρίση από την κραυγή πόνου που έκρυβα μέσα μου, μια κραυγή που νόμιζα πως θα σταματούσε κάθε θόρυβο δίπλα μας. Όλη την ημέρα, φορούσα ένα προσωπείο γλυκιάς ηρεμίας και αυτοελέγχου και, όταν ήμουν μόνη στο δωμάτιο αργά –αφού είχα δει, ξαναδεί και ελέγξει, σαν να είχα ασαράντιστο μωρό στην κούνια, ότι κάπως τον είχε πάρει ο ύπνος, με δυνατά ναρκωτικά για τους αφόρητους πόνους–, τότε άφηνα τον εαυτό μου να κλάψει, να ουρλιάξει.

Ήθελα να ξεριζώσω τις σάρκες μου, να αισθανθώ, έστω για λίγο, πόνο σαν τον δικό του, να συμπάσχω μαζί του 100%. Να νιώσω την αρρώστια του, να μην είναι μόνος. Άνοιγα την μπαλκονόπορτα ή έβγαινα ξυπόλυτη στον κήπο, ξεφλούδιζα με μένος τον κορμό ενός πεύκου και αναρωτιόμουν τι είδους αποστολή ήταν αυτή που μου επιδίκασε ο Θεός. Να είμαι συνοδηγός στο θάνατο των αγαπημένων μου κι εγώ να τους παρακολουθώ από την ασφαλή θέση μου ως υγιής; Να βλέπω να διαλύεται ένας όμορφος υγιής άντρας, ο άντρας μου, και τη θέση του να παίρνει ένας καταρρακωμένος υπερήλικος του οποίου τη φωνή δεν ξεχώριζα καν; Όμως το ωραίο πρόσωπό του ήταν το ίδιο, αν και με θαμπά, χωρίς ικμάδα ζωής τα πράσινα μάτια του. Πώς μπορούσα να του φέρνω οποιαδήποτε αντίρρηση όταν ήξερα και ήξερε πολύ καλά κι εκείνος ότι θα φύγει κι εγώ θα μείνω για –άγνωστο για πόσο– παραπάνω χρονικό διάστημα στη ζωή και θα χαίρομαι τα παιδιά μας, το φως, τον ήλιο, τον αέρα, τη βροχή, τις χαρές της ζωής;

Ενώ εκείνος πάλευε με τις εβδομάδες και τις ημέρες, ζούσα το παράλογο του να παρακαλώ τον Θεό να σταματήσει να αισθάνεται, να κοιμηθεί, για να λάβει τέλος το μαρτύριο του πανέξυπνου μυαλού του που όλα τα υπερανέλυε και όλα τα προέβλεπε, όσο επιπόλαιος κι αν ήταν στις κρίσεις του κάποιες φορές λόγω των παρορμήσεων και της υπεραισιοδοξίας του. Παρακαλούσα να πάψει να νιώθει κάθε συναίσθημα, εάν αυτό ήταν δυνατόν, αφού κανείς μας δεν μπορούσε να του δώσει απάντηση για το μέλλον, που μας ρωτούσε τι θα του επιφέρει. Τραγέλαφος στο μυαλό μου.

Όταν η καρδιά του σταμάτησε, σταμάτησε και ο δικός μου εαυτός να υπάρχει, να ζει. Μόνο υπολειτουργούσε για καιρό, βίωνε, αλλά μηχανικά, γιατί έτσι είμαι, προγραμματισμένη σαν μηχανή. Πονούσα κάθε μέρα και πιο πολύ, η ζωή με χαστούκιζε κάθε μέρα και πιο δυνατά, μέχρι λιποθυμίας. Η ζωή μού έφερνε τη μία απογοήτευση μετά την άλλη. Ήθελα να πάω να τον συναντήσω σε ό,τι υπάρχει –αν υπάρχει– για να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας, να ξαναβρεθούμε. Τόσος πόνος δεν μου ήταν πια ανεκτός, ήταν αφόρητος. Ναι, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω, ήθελα να πεθάνω αγνοώντας ακόμα και τα παιδιά μου και σκεπτόμενη εγωιστικά πόσο ανάγκη είχα να ψάξω να τον βρω στο σύμπαν – όπου στο καλό έχει πάει, αν έχει πάει, αν υπάρχει και με ποια μορφή. Να γίνω ξανά σωματοφύλακάς του, μούσα και μαθήτριά του, προστατευόμενη και αδελφή ψυχή του. Να μην είναι σε καμία μορφή χωρίς εμένα, να είμαστε μαζί ένα στα δύσκολα και στην άλλη όχθη.

Ήθελα να ξεριζώσω τις σάρκες μου, να αισθανθώ, έστω για λίγο, πόνο σαν τον δικό του, να συμπάσχω μαζί του 100%. Να νιώσω την αρρώστια του, να μην είναι μόνος.

Μετάνιωσα ώρες μετά, νηφάλια, όταν είδα στα παιδιά μου το φόβο, την απόγνωση, το ανάθεμα και τη δυστυχία τους. Ορκίστηκα σε αυτά ότι θα εφεύρω ένα νέο εαυτό μου, μια άλλη, νέα Έλενα, ανθεκτική, ξανά γενναία, ατρόμητη, στοργική, που θα αγαπήσει επιτέλους τον παραμελημένο εαυτό της και θα ζει για αυτά πλέον. Θέλω να τα δω να μεγαλώνουν, να γίνονται ζευγάρια και ίσως, αν είμαι τυχερή, να κάνουν τα δικά τους παιδιά. Θέλω επιτέλους, μετά από έναν αιώνιο χειμώνα με πόνο, να αναζητώ χαρά, γέλια, χαρμόσυνες ειδήσεις, έκρηξη δημιουργικότητας, νέα επαγγελματικά σχέδια, την αέναη κινητήρια δύναμη για να πάρω μπροστά εγώ – έστω μια σκουριασμένη, προς επιδιόρθωση μηχανή που έχει τα χρονάκια της, αλλά ακόμη δουλεύει υπό ΚΣ (κανονικές συνθήκες).

Ταξίδεψα και επισκέφθηκα ξανά αγαπημένα μας μέρη κλαίγοντας με λυγμούς εκεί απ’ όπου περάσαμε μαζί. Κάποια στιγμή σταμάτησα το κλάμα και παραδέχθηκα: «Έτσι θα είναι από εδώ και εμπρός. Πάρ’ το απόφαση και φέρσου γενναία». Θυμάμαι, αναπολώ τα καλά. Ξέρω ότι το παρελθόν είναι ιστορία και το μέλλον αβέβαιο, το σίγουρο είναι μόνο το παρόν. Προσπαθώ να σβήσω τις μουτζούρες, τις πίκρες και τις αβάσταχτα στενάχωρες ημέρες μας με τρικ ταχυδακτυλουργού. Προσπαθώ όμως συνειδητά – άλλοτε το καταφέρνω, άλλοτε όχι και πάλι από την αρχή. Ανακάλυψα πόσοι άνθρωποι μου έδειξαν αγάπη και παρηγοριά με ζεστά, από καρδιάς λόγια, με θερμές κινήσεις για να μου πιάσουν το χέρι δυνατά και να με τραβήξουν στη ζωή, ποιοι επανήλθαν δριμύτεροι από το παρελθόν με αγκαλιές αγάπης και ποιοι, λίγοι, έπρεπε να εξαφανιστούν ανεπιστρεπτί από τη ζωή μου.

Πόσο οδυνηρό είναι να έχεις βιώσει μια τέτοια καρμική σχέση με τον αγαπημένο σου, αλλά και πόση ευλογία παράλληλα, σαν παρακαταθήκη που δεν μπορεί να σου τη συλήσει κανείς. Μέρα μέρα, όπως έλεγε κι εκείνος, κάνω μικρά βήματα προς τη σωστή, φωτεινή κατεύθυνση σαν ένα παιδί που βγήκε μόνο του βόλτα για πρώτη φορά, σαν ένας άνθρωπος που μπορεί να περπατήσει ξανά. Σαν φυλακισμένη χρόνια, περιεργάζομαι τον κόσμο. Έναν καινούριο, γενναίο και δύσκολο κόσμο που είναι για μένα εκεί έξω και με περιμένει να ενταχθώ ξανά. Σιγά σιγά, διστακτικά, αλλά ποτέ φοβισμένα, θα εφεύρω τη νέα Έλενα, για όσο αυτή κρατήσει κοντά σε αυτούς που την αγαπούν ανιδιοτελώς, με όλη τους την ψυχή, όπως κι εκείνος...

Έχω πολύ δρόμο και προσπάθεια ακόμη γιατί, για πολλά πολλά χρόνια, έδωσα όλο μου το είναι στη σχέση και την οικογένεια, με αποτέλεσμα τώρα να μην ξέρω ποια είμαι.

Το κείμενο αυτό ελπίζω να είναι και το τελευταίο στο οποίο αναφέρομαι στην τραγική απώλεια που πρόσφατα βίωσα. Παρακολουθώ με φρίκη τι περνούν οι γονείς των αδικοχαμένων παιδιών που κάηκαν στο δυστύχημα των Τεμπών και σκέφτομαι ότι ο δικός μου πόνος δεν έχει ούτε καν σημείο σύγκρισης με μια τέτοιου είδους ασύλληπτη τραγωδία. Πριν από λίγες μέρες, όταν συνάντησα μια φίλη μου που έχασε ξαφνικά πριν από λιγότερο από ένα μήνα την 35χρονη κόρη της και απορούσα με το θάρρος της να δίνει και σε μένα κουράγιο, αισθάνθηκα τουλάχιστον ντροπή για το δικό μου μη διαχειρίσιμο συναισθηματικά πένθος κάποιες φορές μπροστά της. «Σήκω και συνέχισε», αγρίεψα στον εαυτό μου δίνοντάς του διαταγή.

Θέλω, επιβάλλεται, να γυρίσω σελίδα. Γι’ αυτό αποφάσισα να ζω και να θυμάμαι με σκληρή αυθυποβολή μόνο κάποια κομμάτια από τη ζωή μου, γιατί υπάρχουν κάποια άλλα –και, δυστυχώς, ήταν αρκετά– που τη μετέτρεψαν σε κόλαση, με γέμισαν ανείπωτο πόνο, τον οποίο νιώθω σαν βουητό σεισμού κάποια βραδιά που στριφογυρίζω προσπαθώντας να κοιμηθώ. «Επιβάλλεται πάση θυσία να βρω την ηρεμία», λέω και ξαναλέω στον εαυτό μου καθώς αισθάνομαι εξουθενωμένη, εξαϋλωμένη, από την υπερπροσπάθεια του να πολεμώ χρόνια ολόκληρα. Ας ελπίσουμε να φανώ τυχερή…

Δυνατή το ξέρω ότι είμαι, άλλωστε είμαι γυναίκα. Δεν υπάρχει ούτε μία αδύναμη γυναίκα εκεί έξω στον κόσμο, κι αυτό το γνωρίζω πολύ καλά.

ΑΠΟΡΡΗΤΟ