«Σε τραβάνε κι εσένα οι ανοϊκές;» με ρωτάει σαν να απαντάει η Φωτεινή, η μία από τις δύο νοσοκόμες της βραδινής βάρδιας, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2021, στη νευρολογική πτέρυγα του Ερυθρού Σταυρού, βλέποντας την αδυναμία που δείχνω στη Μαρία, μία μοναχική γυναίκα, ισχνή και στιλάτη, χαμένη βαθιά στη μετάφραση της υπερενηλικίωσης και των νευροϊνιδιακών εκφυλίσεων του εγκεφάλου της, μόνη της στο 126-2 δωμάτιο, χωρίς συνοδό, χωρίς συνείδηση, χωρίς κάλτσες.
Μόνο με το νυχτικό της.
Κρέμαγε τα γυμνά της πόδια από τα προστατευτικά κάγκελα του κρεβατιού και φώναζε «έλα εδώ, έλα εδώ, έλα εδώ, έλα εδώ», σε μια αδιάκοπη και ανελέητη προσταγή που έμοιαζε με παρακαλετό.
«Δεν έχω ιδέα αν με τραβάνε οι ανοϊκές. Πρώτη φορά έρχομαι αντιμέτωπη με αυτή την ανθρώπινη κατάσταση» λέω. «Τη Μαρία όμως, αυτή την παντελώς άγνωστη σε μένα γυναίκα, την ξεχωρίζω. Έχει κάτι ακέραιο μέσα στο στραπάτσο της. Κουβαλάει τον αέρα μιας γοητευτικής ύπαρξης».
Η Φωτεινή με κοιτάζει σαν να διαπιστώνει κάτι. Δεν έχω ιδέα τι. Πρώτη φορά ερχόμουν αντιμέτωπη με έναν τέτοιο διάλογο.
Κρέμαγε τα γυμνά της πόδια από τα προστατευτικά κάγκελα του κρεβατιού και φώναζε «έλα εδώ, έλα εδώ, έλα εδώ, έλα εδώ», σε μια αδιάκοπη και ανελέητη προσταγή που έμοιαζε με παρακαλετό.
Ώρες μετά, σε ένα τυχαίο σκρολάρισμα (ίσως κι όχι τυχαίο, αφού ο αλγόριθμος διαβάζει τη σκέψη, πλέον, σαν ντίτζιταλ χαρτορίχτρα), στις ατέρμονες ώρες αναμονής, υπό το χλωμό φως του διαδρόμου, ως φροντιστής/ κόρη, πέφτω πάνω σε ένα ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη, με τίτλο «Μαρία» και πολυτονική γραφή.
Ἡ Μαρία σκεφτικὴ ἔβγαζε τὶς κάλτσες της
Ἀπὸ τὸ σῶμα της ἔβγαιναν
φωνὲς ἄλλων ἀνθρώπων
ἑνὸς στρατιώτη ποὺ μιλοῦσε σὰν ἕνα πουλὶ
ἑνὸς ἀρρώστου ποὺ εἶχε πεθάνει ἀπὸ πόνους
προβάτων
καὶ τὸ κλάμα τῆς μικρῆς ἀνεψιᾶς τῆς Μαρίας
ποὺ αὐτὲς τὶς μέρες εἶχε γεννηθεῖ
Ἡ Μαρία ἔκλαιγε ἔκλαιγε
τώρα ἡ Μαρία γελοῦσε
ἅπλωνε τὰ χέρια της τὸ βράδυ
ἔμενε μὲ τὰ πόδια ἀνοιχτὰ
Ὕστερα σκοτείνιαζαν τὰ μάτια της
μαῦρα μαῦρα θολὰ σκοτείνιαζαν
Τὸ ραδιόφωνο ἔπαιζε
Ἡ Μαρία ἔκλαιγε
Ἡ Μαρία ἔκλαιγε
τὸ ραδιόφωνο ἔπαιζε
Τότε ἡ Μαρία
σιγὰ-σιγὰ ἄνοιγε τὰ χέρια της
ἄρχιζε νὰ πετάει
γύρω-γύρω στὸ δωμάτιο
Κοίτα να δεις, τα παιχνίδια της ζωής.
«Ήμουν δωδεκάχρονος μαθητής στο σπίτι, πεινασμένος για φίλους, όταν η γιαγιά μου αγόρασε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για να μείνει μαζί μας στο Τέξας» γράφει ο Stefan Merrill Block στο New Yorker, δέκα χρόνια πριν σε ένα άρθρο με τίτλο, «Ένας τόπος πέρα από τις λέξεις».
«Λοιπόν!» είπε η γιαγιά, καθώς χτυπούσε τα χέρια της μετά από έναν γύρο αγκαλιών στην παραλαβή αποσκευών. «Πάμε σπίτι!»
«Τι θα γίνει με τις βαλίτσες σου;» Ρώτησα.
«Ξέχασα να τις φέρω», κατέληξε, λίγο πριν οι γνωστές καρό βαλίτσες της γδάρουν το δάπεδο με τις ρόδες πίσω της.
«Η γιαγιά, η nana μου, έμεινε με ένα ανήσυχο, στοχαστικό πρόσωπο.
»Το προηγούμενο καλοκαίρι, ένας νευρολόγος είχε διαγνώσει τη γιαγιά με πιθανή νόσο Αλτσχάιμερ, αλλά με ένα οικογενειακό ιστορικό όπως το δικό της -και οι δύο ζωές των γονέων της είχαν σβήσει στην ομίχλη της άνοιας- το «πιθανή» φαινόταν περιττό.
»Η λήθη της γιαγιάς μου εκείνο το φθινόπωρο ήταν ανησυχητική. Συχνά πανικοβαλλόταν με τη ρυτιδιασμένη ξένη στον καθρέφτη και μας ρωτούσε πόσο χρονών ήταν. «Όχι!», απαντούσε με τρόμο, όταν της λέγαμε.
»Μερικές φορές ξεχνούσε ότι η μητέρα μου ήταν κόρη της και ρωτούσε γιατί την αποκαλούσα nana. «Έτσι αποκαλώ τους ανθρώπους που αγαπώ», της έλεγα, και εκείνη με αγκάλιαζε για πολλή ώρα και μου έδινε ένα υγρό φιλί στο μέτωπο. Υπήρχε μια νέα πληθωρικότητα στη στοργή της».
Ο άνθρωπος που έχει χαθεί μέσα στο μυαλό του, έχει άλλες διαδρομές να κάνει.
«Είσαι τόσο όμορφη», λέει η Άλις στην ταινία Still Alice, με την Τζούλια Μουρ στον ρόλο της Δρ Άλις Χόουλαντ, με πρόωρο Αλτσχάιμερ, μιλώντας στην κόρη της, Λίντια, την οποία υποδύεται η Κρίστεν Στιούαρτ.
«Φοβάμαι να σε κοιτάζω και να μην ξέρω ποια είσαι».
«Νομίζω ότι ακόμα κι αν δεν ξέρεις ποια είμαι κάποια μέρα, θα ξέρεις ότι σε αγαπώ».
«Κι αν σε δω και δεν ξέρω ότι είσαι η κόρη μου και δεν ξέρω ότι με αγαπάς;»
«Τότε, θα σου πω ότι σε αγαπώ και θα με πιστέψεις».
Επιμύθιο: Κάπως έτσι είναι η άνοια αλλά μόνο από τη θέση του παρατηρητή, μπορούμε να μιλήσουμε. Γιατί ο άνθρωπος που έχει χαθεί μέσα στο μυαλό του, έχει άλλες διαδρομές να κάνει.