«Σε τραβάνε κι εσένα οι ανοϊκές;» με ρωτάει σαν να απαντάει η Φωτεινή, η μία από τις δύο νοσοκόμες της βραδινής βάρδιας, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2021, στη νευρολογική πτέρυγα του Ερυθρού Σταυρού, βλέποντας την αδυναμία που δείχνω στη Μαρία, μία μοναχική γυναίκα, ισχνή και στιλάτη, χαμένη βαθιά στη μετάφραση της υπερενηλικίωσης και των νευροϊνιδιακών εκφυλίσεων του εγκεφάλου της, μόνη της στο 126-2 δωμάτιο, χωρίς συνοδό, χωρίς συνείδηση, χωρίς κάλτσες.
Μόνο με το νυχτικό της.
Κρέμαγε τα γυμνά της πόδια από τα προστατευτικά κάγκελα του κρεβατιού και φώναζε «έλα εδώ, έλα εδώ, έλα εδώ, έλα εδώ», σε μια αδιάκοπη και ανελέητη προσταγή που έμοιαζε με παρακαλετό.
«Δεν έχω ιδέα αν με τραβάνε οι ανοϊκές. Πρώτη φορά έρχομαι αντιμέτωπη με αυτή την ανθρώπινη κατάσταση» λέω. «Τη Μαρία όμως, αυτή την παντελώς άγνωστη σε μένα γυναίκα, την ξεχωρίζω. Έχει κάτι ακέραιο μέσα στο στραπάτσο της. Κουβαλάει τον αέρα μιας γοητευτικής ύπαρξης».
Η Φωτεινή με κοιτάζει σαν να διαπιστώνει κάτι. Δεν έχω ιδέα τι. Πρώτη φορά ερχόμουν αντιμέτωπη με έναν τέτοιο διάλογο.