Είναι σύνηθες. Είναι αμήχανο. Είναι υποτιμητικό και κακοποιητικό. Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι μία πρακτική που έχει τεκμηριωθεί τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα. Συμβαίνει στο πρώην Twitter (αυτό το Χ του Elon Mask). Συμβαίνει στη δουλειά, σε γιορτές και αργίες. Στο Χριστουγεννιάτικο δείπνο αλλά και το πασχαλινό τσιμπούσι. Σε μπαρ και σε αίθουσες διδασκαλίας. Το κάνουν οι διάσημοι άντρες αλλά και ο γείτονας, ο θείος, ο μπαμπάς, ο σύζυγος, ο αδελφός. Το κάνουν πολιτικοί, συνάδελφοι, κακά ραντεβού, ο τύπος στη ΔΟΥ της περιοχής σου, επιστήμονες, ερευνητές. (Κάποιοι από εσάς μπορεί να το κάνετε, ειρωνικά, ως αντίδραση διαβάζοντας αυτό το κείμενο). Ναι, μιλάμε για το mansplaining. Δεν μπορεί κάπου θα έχετε ακούσει αυτή τη λέξη- υβρίδιο. Και μπορεί να μου πείτε, μα πάλι γι’ αυτή τη λέξη θα μιλήσουμε; Ναι, για να ξεκινήσουμε στο casual sexism με κάτι που συναντάμε συνέχεια ως κατάσταση, συνθήκη, συμπεριφορά αλλά σπάνια αναγνωρίζουμε με την πρώτη, κορίτσια! Πάμε λοιπόν από την αρχή…
Προέρχεται από τις λέξεις man (ανδρας) και explaining (εξήγηση/εξηγώ) και περιγράφει την αυτόκλητη πράξη ενός άνδρα να εξηγεί σε μια γυναίκα κάτι για το οποίο πιστεύει ότι ξέρει περισσότερα απ’ ό,τι εκείνη — κατά καιρούς μέχρι τελικής πτώσεως — ανεξάρτητα από το αν τελικά γνωρίζει περισσότερα.
Η πιο εύστοχη περιγραφή αυτού του φαινομένου ξεκίνησε με ένα κείμενο της Rebecca Solnit το 2008, «Men Explain Things to Me», το οποίο περιγράφει μια πραγματική συζήτηση με έναν άνδρα σε ένα πάρτι του οποίου «τα μάτια ήταν καρφωμένα στον ασαφή μακρινό ορίζοντα της δικής του εξουσίας», όπως γράφει η συγγραφέας. Ο συγκεκριμένος κύριος αφού ανακαλύπτει ότι το τελευταίο βιβλίο της Solnit αφορούσε τον Βρετανό φωτογράφο Eadweard Muybridge, την διακόπτει την ώρα που μιλούσε, για να επικαλεστεί, αμείλικτα, ένα «πολύ σημαντικό» βιβλίο για τον φωτογράφο Μάιμπριτζ που θα έπρεπε εκείνη οπωσδήποτε να διαβάσει. Σύντομα αποδείχθηκε ότι μόλις της είχε προτείνει το δικό της βιβλίο, μόνο που εκείνος δεν το είχε καν διαβάσει. Μη γελάτε. Αυτό δημιουργεί η πατριαρχία. Να φαίνεται ο άνδρας παντοδύναμος, παντογνώστης, πανταχού παρών και ο μόνος ικανός να ρίξει το φως της αλήθειας στα μάτια μιας γυναίκας, ενώ μπορεί να είναι απλά ένας ημιμαθής σνομπ που δεν έχει προσπαθήσει για οποιαδήποτε γνώση ούτε στο μισό μιας γυναίκας που καθημερινά πρέπει να αποδεικνύει την αξία της (ως άλλον ελέφαντα).
Σύμφωνα με τα λεγόμενα της κυρίας Solnit, χρειάστηκαν τρεις ή τέσσερις παρεμβάσεις από τη φίλη της για να καταλάβει o mansplainer ότι εκείνη ήταν πράγματι η συγγραφέας το βιβλίο της οποίας εκείνος της πρότεινε. Αναμφισβήτητα, χρειάστηκε επίσης χρόνος για να αναγνωρίσει η κυρία Solnit ότι το βιβλίο στο οποίο εκείνος αναφερόταν ήταν στην πραγματικότητα το δικό της: «Τόσο με ενθουσίασε στον ρόλο που μου είχε ανατεθεί ως μια αφελής ενζενί που ήμουν απολύτως πρόθυμη να πιστέψω την πιθανότητα να είχε κυκλοφορησει ένα ακόμα βιβλίο με το ίδιο θέμα ταυτόχρονα και με κάποιο τρόπο να μου είχε ξεφύγει».
Το «Mansplain», αυτή η λέξη που φτάνει σήμερα πολύ πέρα από τα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών, εμπνεύστηκε, λοιπόν, από αυτή τη μικρή ιστορία. Σήμερα, υπάρχει μια συνεχώς αυξανόμενη λίστα αντίστοιχων διεθνών λέξεων πέρα από την αγγλοσαξωνική. Στα γερμανικά, είναι “herrklären”. Στα γαλλικά, “mecspliquer”. Οι Ιταλοί έχουν «maschiegazione». Υπάρχει μια ισπανική έκδοση του mansplain και υπάρχει μια λέξη για αυτό στα Ρωσικά, Αραβικά, Εβραϊκά, Χίντι, Μανδαρινικά, Ουκρανικά, Ιαπωνικά και δεκάδες άλλες γλώσσες. Στα ελληνικά χρησιμοποιούμε το mansplaining, αλλά τι θα λέγατε να χρησιμοποιουμε τη λέξη «Ανδρεξήγηση»;
Το Mansplaining -γιατί όχι η ανδρεξήγηση;- φωτίζει ένα πολύ βαθύτερο πρόβλημα από την απλή ανία που μας προκαλούν οι πατροναριστικοί επεξηγηματικοί ανδρικοί μονόλογοι. Όπως σημειώνει η κ. Solnit, «συντρίβει τις νέες γυναίκες στη σιωπή» υποδηλώνοντας τους «ότι αυτός δεν είναι ο κόσμος τους». Για την ακρίβεια εκπαιδεύει εμάς τις γυναίκες στην αυτο-αμφιβολία και τον αυτοπεριορισμό, και με τον ίδιο τρόπο τους άνδρες στην αστήρικτη, υπερβολική αυτοπεποίθηση».