Αισθάνεστε εθνική υπερηφάνεια για το Γιώργο Λάνθιμο;

Αισθάνεστε εθνική υπερηφάνεια για το Γιώργο Λάνθιμο; 1

...Ή μήπως πρέπει απλά να πάρουμε όλοι μας κάποια μαθήματα από αυτόν;

ΑΠΟ ΜΙΚΑΕΛΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

 

Δύο έρευνες περασμένων ετών καταδεικνύουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο πόσο εμείς οι Έλληνες διακατεχόμαστε από μία βαθιά αίσθηση εθνικής υπέρηφάνειας.

Στην έρευνα της  Ipsos Greece για τον οργανισμό More in Common το 2019 καταγράφηκε ότι 4 στους 5 Έλληνες νιώθουν υπερηφάνεια για την ιστορία και την εθνική τους ταυτότητα, ένα ποσοστό  σημαντικά πιο υψηλό σε σύγκριση με άλλες χώρες.  Ένα χρόνο πριν, το 2018, σε σχετικό ερώτημα της παγκόσμιας έρευνας αξιών World Values Survey (WVS) σε ποσοστό 69% δηλώνουμε πολύ υπερήφανοι που είμαστε Έλληνες, 20% αρκετά υπερήφανοι, 3,2% λίγο υπερήφανοι και μόνο ένα ασήμαντο ποσοστό 1% δηλώνουμε καθόλου υπερήφανοι.

Σε άλλα νέα, η ταινία «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου με διθυραμβικές διεθνείς και εγχώριες κριτικές βρίσκεται ανάμεσα στις ταινίες που ξεχωρίζουν στις φετινές βραβεύσεις καθώς εξασφάλισε επτά υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες με την Emma Stone να θεωρείται φαβορί για το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου. Η ταινία που έχει ήδη κερδίσει τον περασμένο Σεπτέμβριο τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας είναι από αυτές που οι άνθρωποι του κινηματογράφου ποντάρουν επάνω της για κάποιο χρυσό αγαλματίδιο.

Πώς νιώθετε διαβάζοντας αυτήν την είδηση; Μήπως εθνικά υπερήφανοι; Οφείλουμε να νιώθουμε έτσι; Φυσικά δεν είμαι εγώ αυτή που θα σας πει πώς θα νιώσετε, όμως δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ: πόσο τελικά μάς αφορά ως εθνικό κεφάλαιο στην τέχνη του κινηματογράφου ο Γιώργος Λάνθιμος; Πόσο πιστεύουμε ότι βάζει στον παγκόσμιο χάρτη το ελληνικό σινεμά;

Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο συγχαρητήριο κείμενό του στο Γιώργο Λάνθιμο το Σεπτέμβριο για το Χρυσό Λέοντα στο Poor Things, σημείωνε μεταξύ άλλων ότι: «Ο ελληνικός κινηματογράφος και οι δημιουργοί του μπορούν να σταθούν ισότιμα στον διεθνή χάρτη».

Είναι όμως πλέον οι ταινίες του Λάνθιμου, ελληνικός κινηματογράφος; Είναι ο ίδιος κομμάτι του; Και τελικά τι έλαβε εκείνος από την Ελλάδα πριν ανοίξει τα φτερά του για τον κινηματογραφικό πλανήτη;

Μμμμ… Για να το σκεφτούμε!

Το μακρινό 2001 γύρισε μία ελληνική εμπορική ταινία σε συν-σκηνοθεσία με τον Λάκη Λαζόπουλο με τίτλο «Ο καλύτερος μου φίλος», περισσότερο για να αποκτήσει εξοικείωση και εμπειρία γιατί εκείνος είχε ήδη έτοιμο τον τρόπο που ήθελε να κινηματογραφεί.

Η πρώτη προσωπική ταινία μεγάλου μήκους, ήταν η «Κινέττα» με την οποία μας σύστηνε στο κινηματογραφικό σύμπαν του. Δεν πήγε καλά αυτή η «γνωριμία», με το ελληνικό κινηματογραφόφιλο κοινό και τους κριτικούς να μην μπορούν να εξοικειωθούν εύκολα –δηλαδή καθόλου- με την αισθητική του. Στην πρώτη της προβολή, κάποιοι θεατές/κριτικοί έφευγαν από την αίθουσα και κάποιοι κοιμόντουσαν επιδεικτικά.

Η ταινία δεν βρήκε διανομή και δεν προβλήθηκε στις αίθουσες. Και ένα πρώτο εξυπνακίστικο bullying από κάποιους κριτικούς είχε μόλις αρχίσει. Θα ήταν οι ίδιοι που χρόνια μετά θα έπλεκαν το εγκώμιο του.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Metrograph (@metrograph)

Και ύστερα ήρθε ο «Κυνόδοντας»: Το 2009 ήταν η αρχή της εκτόξευσης για τον Γιώργο Λάνθιμο και η αρχή της οικονομικής κρίσης για την Ελλάδα. Όλα άλλαζαν όμως από έξω προς τα μέσα για τον Λάνθιμο. Στις Κάννες όλοι μιλούσαν για τον “Κυνόδοντα”, μία ταινία με σαφές υπονοούμενο για την κουλτούρα της ελληνικής οικογένειας, από Έλληνες δημιουργούς (σε σενάριο του Ευθύμη Φιλίππου) με Έλληνες ηθοποιούς και την αρωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και ενώ στην Ελλάδα υπήρχε ακόμα σοβαρή αντίσταση στην αισθητική του, ο Λάνθιμος αποσπούσε Βραβείο στο Un Certain Regard των Καννών το 2009, μία υποψηφιότητα για βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 2011 (ήταν ο τρίτος Έλληνας που βρέθηκε σε αυτή τη θέση, έπειτα από τις υποψηφιότητες του Μιχάλη Κακογιάννη και του Βασίλη Γεωργιάδη, με μια ταινία που εκπροσωπεί την Ελλάδα) και τον ξένο Τύπο να μιλάει για το πρωτοπόρο Greek Weird Wave (το “ελληνικό αλλόκοτο κύμα”) στο σινεμά, που ξεκίνησε από εκείνον. Αυτό το κύμα, έγινε ένα ενθουσιώδες τσουνάμι που μάς παρέσυρε σε μία εθνική υπερηφάνεια, την οποία μέσα στην κρίση φαινόταν να την έχουμε ανάγκη. Χωρίς όμως να έχουμε εντρυφήσει στην αλήθεια του Γιώργου Λάνθιμου. Τρανό παράδειγμα ότι ενώ εκείνος θριάμβευε στο εξωτερικό, εμείς δεν κόψαμε ούτε 10.000 εισιτήρια για τις “Άλπεις” του.

Η αλήθεια είναι ότι ως λαός, ως χώρα, ως κουλτούρα έχουμε την ανάγκη όπως η αγία τοξική ελληνική οικογένεια, να «πασαλειφτούμε» λίγη από την επιτυχία του παιδιού μας, χωρίς όμως αναγκαστικά να έχουμε στηρίξει τους στόχους του και τα όνειρά του. Κάθε οικογένεια, κάθε γενιά, κάθε δεκαετία στην Ελλάδα έχει μια τέτοια ιστορία επιτυχίας να διηγηθεί ως δάνειο λάμψης και ελπίδας.

Η εθνική μας υπερηφάνεια όμως κάπου εκεί σταματάει για να ξεκινήσει η απλή, ανόθευτη από εθνικοπατριωτικά μεγαλεία, υπερηφάνεια για τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Τι εννοώ;

Γιατί να νιώσουμε εθνικά υπερήφανοι για τον Λάνθιμο σε μια Ελλάδα που ευκαιριακά, σπασμωδικά, κατά περίσταση στηρίζει την καλλιτεχνική δημιουργία, με τον κινηματογράφο να είναι ίσως η πολύπαθη από τις τέχνες; Σε μία χώρα που θέλει να ξεπλένει τον τοξικό ρατσισμό της για κάθε τι πρωτοπόρο ή διαφορετικό μέσα στον φαρδύ πλατύ τίτλο της «κοιτίδας του δυτικού πολιτισμού»; Με μια ελληνική νοοτροπία που αν είσαι διαφορετικός σου κάνει bullying μέχρι να γίνεις σαν και τους υπόλοιπους, τους «κανονικούς»; Αλήθεια, πιστεύουμε ότι αν ο Γιώργος Λάνθιμος έμενε εντός ελληνικών συνόρων θα κατάφερνε να διακριθεί και εμείς  θα διακατεχόμασταν ακόμα από αυτήν την εθνική υπερηφάνεια;  Θα λέγαμε ότι εκείνος έβαλε το ελληνικό σινεμά στο χάρτη;

 

Ο Γιώργος Λάνθιμος δεν κάνει πια ελληνικό σινεμά. Κάνει το δικό του σινεμά έχοντας επιβάλει τους δικούς του κανόνες στην πιο απαιτητική, δύσκολη, αδηφάγα κινηματογραφική βιομηχανία του κόσμου.
Αισθάνεστε εθνική υπερηφάνεια για το Γιώργο Λάνθιμο; 2

Photo Credits: Getty/ Ideal Images

Για ποια πράγματα, όμως, μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι για τον Λάνθιμο; (Με άλλα λόγια τι μπορούμε να μάθουμε από αυτόν;)

  • Γιατί με στοχοπροσήλωση και αγάπη γι’ αυτό που πρεσβεύει, πήρε τις γνώσεις, το ταλέντο του και την εργατικότητά του και τα μετουσίωσε σε παγκόσμια επιτυχία.
  • Γιατί άνοιξε δρόμο και έδωσε ελπίδα σε νέους κάθε γενιάς ότι όταν πιστέψουν στα όνειρά τους και δουλέψουν γι’ αυτά, ανεξάρτητα από το τι λένε οι άλλοι, θα τα καταφέρουν. Δυστυχώς πρώτα εκτός Ελλάδας… Το brain drain παραμένει.
  • Γιατί κατάφερε να κάνει σε 15 χρόνια όσα πιθανόν θα χρειάζονταν στην Ελλάδα 3 ζωές για να τα κατορθώσει.
  • Γιατί είτε μας αρέσει είτε όχι το σινεμά που κάνει, δημιούργησε «κινηματογραφική σχολή», άνοιξε δικούς του απάτητους κινηματογραφικούς δρόμους
  • Γιατί όταν οι πολλοί στην Ελλάδα τον λοιδορούσαν, εκείνος είχε πίστη στο όραμά του
  • Γιατί αν έβαλε με κάποιον τρόπο την Ελλάδα στον κινηματογραφικό χάρτη, ήταν γιατί όταν λένε στο εξωτερικό «Γιώργος Λάνθιμος» είναι ο βασιλικός και εμείς η γλάστρα που ποτιζόμαστε από αυτόν.
  • Γιατί κατάφερε να καθιερωθεί στο Χόλιγουντ χωρίς να κάνει συμβιβασμούς στο προσωπικό του ύφος, ούτε να ξεπέσει για οικονομικούς λόγους, κάνοντας ταινίες δράσης ή cheesy ρομαντικές κομεντί.
  • Γιατί οι μεγαλύτεροι σταρ του κινηματογραφικού πλανήτη υποκλίνονται στο ταλέντο του και επιθυμούν να συνεργαστούν μαζί του για να βάλουν ένα κομμάτι ποιότητας στο παλμαρέ τους.
  • Γιατί έφερε τους πολλούς σε εκείνον και δε πήγε εκείνος στους πολλούς.
  • Γιατί δεν «χρησιμοποίησε» την Ελλάδα ως καταγωγή.
  • Γιατί με την επιτυχία του, μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη «υπερήφανος» και να έχει υψηλή αξία.

 

Υ.Γ.: Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές μαίνεται ο σοσιαλμιντιακός πόλεμος για το αν η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Poor Things» αξίζει τον κόπο, την απήχηση και την πιθανότητα κάποιου βραβείου. Πάλι βρισκόμαστε σε στρατόπεδα. Πάλι θαυμάζουμε και κράζουμε. Πάλι ο Λάνθιμος δε δίνει δεκάρα…

Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Getty/ Ideal Images

SHARE THE STORY