Άκουσα τη φωνή σου κι ένιωσα το τρέμουλό σου. Διέκρινα το φόβο σου από τα ντεσιμπέλ σου που μου έσκισαν το τύμπανο και πέρασαν με φόρα στον εγκέφαλο, δίνοντάς μου μια δυνατή γροθιά. Κι αισθάνθηκα τον πόνο να ξεχειλίζει, το φόβο που στο τέλος έγινε οργή και διαπέρασε σαν τρέμουλο όλο μου το “είναι”! Η φωνή σου λίγο πριν το τέλος σου.
Αυτή η φωνή… φοβάμαι λέει, εγώ τι πρέπει να κάνω ρωτάει, με περιμένει να με εκδικηθεί, να με χτυπήσει λέει…, κι απέναντι το κενό! κι απέναντι το απόλυτο χάος!
Μία φωνή ενός ανθρώπου απελπισμένου, ενός κοριτσιού που ζητάει βοήθεια, με μία ευγένεια και μία ηρεμία καθηλωτική, που το κάνει ακόμη πιο τραγικό. Εεε χάνομαι!! έχει έρθει εδώ! είναι εδώ! Και μετά το τέλος. Οι τελευταίες σου λέξεις, πριν προλάβεις να εισπνεύσεις την τελευταία μάταιη αναπνοή σου.
Κάθομαι ένοχη στο εδώλιο και παίρνω τη θέση του αστυνομικού, του ανθρώπου στην απέναντι γραμμή, του θύτη σου, μιας κοινωνίας ολόκληρης. Σε ό,τι εμπιστεύτηκες εσύ την ύπαρξή σου ολόκληρη, σε ό,τι άφησες τη ζωή σου έρμαιο στα χέρια άλλων.
Οι λέξεις σου μου σκίζουν την καρδιά στα δύο. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα που τρέχουν ποτάμια να πλύνουν την βρωμιά που νιώθω να με διαπερνάει σε όλο μου το σώμα.
Κάθομαι ένοχη στο εδώλιο και παίρνω τη θέση του αστυνομικού, του ανθρώπου στην απέναντι γραμμή, του θύτη σου, μιας κοινωνίας ολόκληρης. Σε ό,τι εμπιστεύτηκες εσύ την ύπαρξή σου ολόκληρη, σε ό,τι άφησες τη ζωή σου έρμαιο στα χέρια άλλων.
Ντρέπομαι να κοιτάξω το παιδί μου στα μάτια. Ντρέπομαι να αντικρίσω τη μορφή σου Κυριακή στις φωτογραφίες σου που έχουν γεμίσει τα δελτία ειδήσεων. Γιατί αυτή η εικόνα σου έξω από το τμήμα κόλλησε σαν στάμπα στα μάτια μου, κατέβηκε στην ψυχή μου και με τυραννάει αλύπητα όλη μέρα. Με έχει συγκλονίσει.
Τη σκότωσε! Τη σκότωσε!