Στο πλαίσιο της διεξαγωγής του αγώνα ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τη Φιορεντίνα στον τελικό του 1-0, όταν πέρυσι η ομάδα του Πειραιά κατάφερε μια μοναδική επιτυχία στα χρονικά του ελληνικού ποδοσφαίρου, την κατάκτηση του Conference League, ένας από τους αθλητές του παρελθόντος της, του οποίου το όνομα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτήν, προέβη σε άκρως συγκινητικές δηλώσεις, μιλώντας για τη σχέση του με την ομάδα.
«Ξεκίνησα να έρθω στον Ολυμπιακό από ένα χωριό ανάμεσα στην Ξάνθη και την Αλεξανδρούπολη, που αν πάρω σήμερα τον χάρτη στα χέρια μου, ούτε και εγώ δεν ξέρω πού βρίσκεται» είπε ο Γιάννης Γκαϊτατζής, ο οποίος φόρεσε τη φανέλα των Ερυθρολεύκων για δεκατέσσερα συναπτά έτη, από το 1963 ως το 1977 και έζησε μαζί με την ομάδα του Πειραιά αξέχαστες στιγμές και μάλιστα υπό συνθήκες που σήμερα πολλοί από τους νεότερους παίκτες είναι αδύνατον να διανοηθούν ότι παλαιότεροι αθλητές έζησαν.
Γιατί ποιος παίκτης στις μέρες μας θα μπορούσε αλήθεια να πει αυτό που είπε ο παλαίμαχος Θρακιώτης: «Οταν τελικά ήρθα στον Πειραιά, είχα μόνο ένα παπούτσι. Το άλλο, μου το πήρε ο Ολυμπιακός».
Με αυτές τις απλές, βγαλμένες από την καρδιά κουβέντες, ο Γιάννης Γκαϊτατζής αναδεικνύει ταυτόχρονα το πνεύμα και τη γενικότερη φιλοσοφία της ομάδας του Πειραιά, που ως το λαοφιλέστερο αθλητικό σωματείο της Ελλάδος (και όχι μόνο του ποδοσφαίρου ανδρών) έχει καταφέρει να πάρει με το μέρος του τη μερίδα του λέοντος του αθλητικού και κυρίως ποδοσφαιρόφιλου κοινού της περιφέρειας.
Τεράστια μορφή της ιστορία της ΠΑΕ Ολυμπιακός, ο Γιάννης Γκαϊτατζής ήταν μέχρι το 1999 ο ρέκορντμαν της ομάδας καθώς με τις 346 συμμετοχές του σε επίσημα παιχνίδια της ομάδας είχε τις περισσότερες (το 1999 «έχασε» αυτόν τον τίτλο από τον Κυριάκο Καραταΐδη που είχε φτάσει τις 346).
Ενας σχεδόν αρμονικός συνδυασμός σωματικής δύναμης και ουσίας. Ό Γιάννης Γκαϊτατζής υπήρξε μπακ… επόμενης εποχής
Ιδανικός για όλες τις θέσεις
Ο όρος «πολυεργαλείο», που στις μέρες μας πολλές φορές χρησιμοποιείται καταχρηστικά, ταιριάζει γάντι στην περίπτωση του Γιάννη Γκαϊτατζή που όταν ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο, παιδί ακόμα στην Ξάνθη, μπορούσε να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά σε όλες τις θέσεις, εκτός από εκείνη του τερματοφύλακα.
Η Ξάνθη την εποχή των πρώτων χρόνων του Γιάννη Γκαϊτατζή στο ποδόσφαιρο είχε δύο ομάδες, την Ασπίδα από όπου ξεκίνησε ο Αντώνης Αντωνιάδης για να μεταγραφεί αργότερα στον Παναθηναϊκό και τον Ορφέα, «μια μικρή, συμπαθητική ομάδα με πολύ λίγους φιλάθλους και αρκετά καλή ιστορία» όπως θα τη θυμόταν πάντα ο Γκαϊτατζής, που από εκεί ξεκίνησε την καριέρα του στο ποδόσφαιρο.
Υπό τις οδηγίες του Μπούκοβι
Για να έρθει στον Ολυμπιακό, ο Γκαϊτατζής άφησε τον αγαπημένο του Ορφέα Ξάνθης το 1963, αλλά στη μεγαλύτερη ομάδα της Ελλάδας εδραιώθηκε στη θέση του ακραίου δεξιού αμυντικού, την οποία του πρόσφερε ο διορατικός προπονητής Μάρτον Μπούκοβι. Ως πολυεργαλείο όμως ο Γκαϊτατζής είχε τεράστιες ικανότητες σε όλο το τερέν του γηπέδου. Γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης πορείας του με την ομάδα του Πειραιά, ως παίκτης ενίοτε άλλαζε θέσεις στο γήπεδο.
Ο Γκαϊτατζής μπορούσε να παίξει αποτελεσματικά στο κέντρο κρατώντας καθήκοντα αμυντικού χαφ και παρότι δεν συνήθιζε να προωθείται στην αντίπαλη περιοχή, για ένα φεγγάρι έφτιαξε ένα δυναμικό ντουέτο με τον θρυλικό Γιώργο Σιδέρη. Σπανίως η μπάλα βρέθηκε στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας από τον ίδιο τον Γκαϊτατζή, ο οποίος μόλις επτά γκολ μετράει στο ενεργητικό του στο πρωτάθλημα της πρώτης εθνικής κατηγορίας.
Μπορεί όμως να μην «είχε» το γκολ, είχε όμως όλα τα υπόλοιπα, εκείνα που «φτιάχνουν» το γκολ. Φορώντας ουκ ολίγες φορές το περιβραχιόνιο του αρχηγού, κατέκτησε 11 τίτλους στην καριέρα του με τον Ολυμπιακό – πέντε πρωταθλήματα, πέντε Κύπελλα και ένα Βαλκανικό Κύπελλο. Μία φορά πανηγύρισε το νταμπλ και αυτή ήταν το 1973.
Στον Ολυμπιακό ο Γκαϊτατζής εδραιώθηκε στη θέση του ακραίου δεξιού αμυντικού, την οποία του πρόσφερε ο διορατικός προπονητής Μάρτον Μπούκοβι (μαζί στη φωτογραφία). Ως πολυ-εργαλείο όμως, ο Γκαϊτατζής είχε τεράστιες ικανότητες σε όλο το τερέν του γηπέδου
Δύναμη και ουσία
Στο παιχνίδι του Γιάννη Γκαϊτατζή παρατηρείς έναν σχεδόν αρμονικό συνδυασμό σωματικής δύναμης και ουσίας. Είναι ολοφάνερο ότι το μυαλό αυτού του ποδοσφαιριστή υπήρξε πάντα εστιασμένο στο ίδιο το παιχνίδι και τη στρατηγική που η ομάδα του ακολουθούσε. Θα μπορούσες να πεις ότι ο Γκαϊτατζής ήταν ένας χρήσιμος στρατιώτης, ένας αμίλητος αλλά αποφασιστικός λοχίας από εκείνους τους μαχητές που δείχνουν έτοιμοι για όλα, που δεν διστάζουν να ρισκάρουν, που αψηφούν τους κινδύνους, που ασυνείδητα ίσως, είναι έτοιμοι ακόμα και να θυσιαστούν για το καθήκον. Ενας παίκτης χωρίς ιδιαίτερη θεαματική παρουσία, που ποτέ δεν έκανε φιγούρες και ποτέ δεν παρίστανε κάτι που δεν ήταν. Ηταν ένας ήρωας και οι πραγματικοί ήρωες δεν δηλώνουν ποτέ ότι είναι.
Συγχρόνως, η καθόλου φαντεζί τεχνική του, ο χειρισμός της στρογγυλής θεάς με τα πόδια του, υπήρξε άρτια, ενώ το σώμα του φάνηκε να έχει εντυπωσιακές αντοχές, κάτι που αποδεικνύουν οι σχεδόν μηδενικοί τραυματισμοί του στα 14 χρόνια που έπαιξε με την ομάδα του Πειραιά. Εκεί όμως διακρίνεις και τη σεμνότητα στον χαρακτήρα του ανθρώπου. Στην ερώτηση για τη μεγάλη του επιτυχία στο να γίνει επί δεκαετίες ο ρέκορντμαν, ο παίκτης του Ολυμπιακού με τους περισσότερους αγώνες στα πόδια του, ο Γκαϊτατζής απαντούσε πάντα (και εξακολουθεί να απαντά) ότι αυτό υπήρξε και κάπως θέμα τύχης γιατί είχε την τύχη να μην έχει τραυματισμούς. Σε κάθε περίπτωση, ακραίος αμυντικός μπακ με ξαφνικές προωθήσεις στην επίθεση δεν είναι θέση την οποία αθλητές που έχουν περάσει τα 30 τους χρόνια διατηρούν εύκολα, όμως εκείνος μπόρεσε να παραμείνει εκεί με σταθερότητα ως τα 33 του.
Ενα παράδοξο, ίσως, με την περίπτωση του Γκαϊτατζή είναι η ελάχιστη παρουσία του στην Εθνική Ελλάδας. Εγινε για πρώτη φορά στην καριέρα του διεθνής το 1967, όμως τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1971, και ενώ είχε προφανώς πολλά ακόμη να προσφέρει, έπαιξε για τελευταία φορά με την Εθνική. Οι συμμετοχές του με την Εθνική Ελλάδος δεν ξεπερνούν τις 15, αριθμός πολύ μικρός αν λάβει κανείς υπόψη την αξία και την προσφορά του Γκαϊτατζή στον αγωνιστικό χώρο.
Ο Γκαϊτατζής όργωσε κυριολεκτικά την Ελλάδα προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε μικρές ομάδες, σαν αυτή από την οποία ξεκίνησε ο ίδιος την καριέρα του
Προπονητής
Οταν ο Γιάννης Γκαϊτατζής κρέμασε τα παπούτσια του, πάντα με τον Ολυμπιακό, στράφηκε όπως πολλοί πρώην ποδοσφαιριστές προς την προπονητική ποδοσφαίρου. Πρόσφερε και εκεί, όχι όμως σε ομάδες της Α’ Εθνικής κατηγορίας. Ο Γκαϊτατζής όργωσε κυριολεκτικά την Ελλάδα προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε μικρές ομάδες, σαν αυτή από την οποία ξεκίνησε ο ίδιος την καριέρα του.
Η πρώτη ομάδα που ανέλαβε ήταν η Θήβα το 1980 και ακολούθως εργάστηκε στην ΑΕ Ορχομενού (σεζόν 1981-82). Αμέσως μετά, με τον Πανναυπλιακό (σεζόν 1982-83 και 1983-84) κατέκτησε το πρωτάθλημα του ομίλου του στο Εθνικό ερασιτεχνικό πρωτάθλημα το 1983, όπως και την άνοδο της ομάδας στην Γ’ Εθνική κατηγορία. Πέρασε επίσης από τον ΑΣ Λαμία, τον Παναργειακό, την ΑΟ Σπάρτης (όμιλος που με τον Γκαϊτατζή στην τεχνική ηγεσία οδηγήθηκε στη Β’ Εθνική κατηγορία), από τον Ολυμπιακό Βόλου, το Αιγάλεω, τον Παναρκαδικό, τον Ατρόμητο Αθηνών και τον Ιάλυσο Ρόδου.
Και κλείνοντας, ας παραμείνουμε σε μια κουβέντα του Γιάννη Γκαϊτατζή, ειπωμένη πριν από μερικά χρόνια, στην οποία διαφαίνεται όχι μόνον η δική του αγάπη απέναντι στον μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό σύλλογο της Ελλάδας, αλλά και μια πραγματικότητα που μόνον αθλητές μπορούν να εκφράσουν: «Οποιος δεν έχει φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού, δεν μπορεί να κρίνει τι ομάδα είναι ο Ολυμπιακός».