Οσοι τον είδαν στα ερυθρόλευκα ορκίζονται πως δεν ταίριαξαν περισσότερο σε άλλον. Σαν να τα χάιδεψε πάνω του το χέρι κάποιου Τσαρούχη, κάποιου Γύζη. Σαν έργο τέχνης. H «πανοπλία» του Θανάση Μπέμπη που «αν δεν τον είδες, δεν ξέρεις τι έχασες»…
Ναι, δεκαετίες ολόκληρες λες και όλοι τους ήταν συνεννοημένοι κάθε φορά που η κουβέντα προσέγγιζε το απόλυτο «10άρι» του Ολυμπιακού. Εφοδιασμένοι με την ίδια ατάκα. «Αν δεν τον είδες…». Από τον Σάββα Θεοδωρίδη που τον αγαπούσε σαν αδερφό του ως τον Μίμη Δομάζο που είχε τη φωτογραφία του στο προσκεφάλι και άκουγε τους Αμπελόκηπους να τον φωνάζουν «Ολιμπίκ» κάθε φορά που προσπαθούσε να μιμηθεί με μια μπάλα στα πόδια το παιδικό του είδωλο.
Και από τον Γιώργο Σιδέρη που έμεινε με τον καημό πως δεν μπόρεσε να παίξει πλάι του στα «ντουζένια» του, ως τον εκδότη του «Φωτός» Θεόδωρο Νικολαΐδη που δεν σήκωνε κουβέντα επ’ αυτού.
Γκολ με… την τραγιάσκα
Και να σου οι ιστορίες που να μην ξέρεις πού ο μύθος ξεπερνά την πραγματικότητα. Ηταν, λέει, ένα από τα μεγάλα ντέρμπι με τον Εθνικό. Κέρβερος για τους απέναντι ο Στάθης Μανταλόζης, ο πρώτος που κέρδισε για τις εκτινάξεις του το παράσημο «αγριόγατος». Συνήθιζε να παίζει φορώντας τραγιάσκα. Κάποια στιγμή ο Μπέμπης φτάνει έξω από την περιοχή (του). Περνάει έναν, δύο, σταματάει μπροστά από τον Μανταλόζη και όπως τον ντριμπλάρει του αρπάζει από το κεφάλι την τραγιάσκα. Και μπαίνουν γκολ, όλοι μαζί. Η μπάλα, η τραγιάσκα, ο Μανταλόζης προσπαθώντας να προλάβει το κακό. Σαν εκείνα τα ποδοσφαιρικά κόμικς.
Από αυτή την «πάστα» φτιαγμένος ο «Πινόκιο», όπως τον βάφτισε ο κύπριος δημοσιογράφος Παύλος Κρηναίος. Μια σπιθαμή άνθρωπος (1,64 μ.). Ξερακιανός. Στο γήπεδο όμως «διευθυντής ορχήστρας». Η μπάλα στα πόδια του να… σοροπιάζει, έτοιμη να του κάνει κάθε χατίρι, και εκείνος με το κεφάλι «ψηλά» πρώτα να παίζει την επόμενη φάση στο μυαλό του και έπειτα να τη φανερώνει και στους άλλους, μέσα από το ανεξάντλητο ρεπερτόριό του. Λέγανε οι πιτσιρικάδες που η μοναδική τους επαφή μαζί του ήταν το βραχνιασμένο ραδιόφωνο πως τον φαντάζονταν δύο μέτρα έτσι όπως οδηγούσε τον ιερό Μουράτη, τον Ρωσίδη, τον Δαρίβα, τον Κοτρίδη, τον Υφαντή και όλους τους άλλους στην ποδοσφαιρική αθανασία. Τότε που ο δικός τους Ολυμπιακός κέρδισε για πάντα τον τίτλο «Θρύλος» εμπνέοντας ολόκληρη τη μεταπολεμική Ελλάδα.

Θανάσης Μπέμπης και Γιώργος Σιδέρης. Δύο «ιερά» ονόματα της ιστορίας του Ολυμπιακού ενώνουν τις γενιές του Θρύλου. Ο Μπέμπης, ο αρχιτέκτονας του παιχνιδιού, και ο Σιδέρης, ο δεινός σκόρερ που θαύμαζε τον μέντορά του
Γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920, στα Πετράλωνα. Πρωτόπαιξε μπάλα στα Πράσινα Πουλιά κι έπειτα στον γειτονικό Ακράτητο Ανω Πετραλώνων. Στον Φωστήρα του Ταύρου μετακινήθηκε το 1947 και σύντομα αποτέλεσε μέλος της περίφημης πεντάδας των επιθετικών του που, αργότερα, τον καθιέρωσαν ως «φονέα των γιγάντων». Για να φορέσει τα ερυθρόλευκα χρειάστηκε να φτάσει ως τα δικαστήρια, μιας και ο Φωστήρας εμφάνισε ένα χαρτί με την υπογραφή του σε μια δήλωση αιώνιας αφοσίωσης: «Δηλώ ότι θα είμαι πιστός ακόλουθός του και ουδέποτε θα εγκαταλείψω τον αγαπημένο μου σύλλογο, Φωστήρα». Ο Μπέμπης κατηγόρησε τη διοίκηση της ομάδας του για πλαστογραφία, όμως άκρη δεν βγήκε. Κάπως έτσι έφυγε για τον Πειραιά έχοντας μεγάλη υπομονή και έναν χρονοβόρο αποκλεισμό που καθυστέρησε την ένταξή του.
15 δοξασμένα χρόνια
Στον Ολυμπιακό παρέμεινε σχεδόν 15 χρόνια. Κέρδισε έξι πρωταθλήματα (τα πέντε στη σειρά, αλλά όχι και αυτό του 1954 καθώς δεν αγωνίστηκε εκείνη τη σεζόν λόγω αντιπαράθεσης με τη διοίκηση) με τους Πειραιώτες. Πήρε οκτώ κύπελλα, αλλά κατέκτησε και το Βαλκανικό το 1963. Το 1959 ήταν στα πρώτα ευρωπαϊκά ματς των Ερυθρολεύκων με αντίπαλο τη Μίλαν. Το 1961, στην περίφημη νίκη 2-1 στο φιλικό με τη Σάντος του Πελέ, τραυματίστηκε μόλις στο δεύτερο λεπτό. Εξω από το γήπεδο άγιος. Ποτέ δεν κάπνισε. Ποτέ δεν ξενύχτησε. Μέσα στο γήπεδο θηρίο. Ετοιμος να τα βάλει με μια κερκίδα μοναχός του. Κάποτε ο Ολυμπιακός έπαιξε στη Θεσσαλονίκη με τον ΠΑΟΚ σε μια παρτίδα τον τίτλο του πρωταθλητή. Τότε τα παιχνίδια γίνονταν στον χώρο που είναι τώρα η Διεθνής Εκθεση. Και την «ένταση» την έκοβες στον αέρα με το μαχαίρι.
Ηταν μάλιστα τόσο κοντά οι κερκίδες στον αγωνιστικό χώρο, ώστε οι Ερυθρόλευκοι στην ανάπαυλα δεν διανοήθηκαν να πλησιάσουν τα αποδυτήρια για να μην περάσουν μέσα από τον κόσμο. Στάθηκαν να ξαποστάσουν στη σέντρα. Τελικά νικούν και κατακτούν τον τίτλο! Φεύγοντας όμως – τρεις ώρες μετά τη λήξη –, το πούλμαν της ομάδας γίνεται «καλοκαιρινό» από τις πέτρες. Ολοι έχουν κατά νου το αυτονόητο. Να αφήσουν την ιστορία πίσω τους. Ο Μπέμπης όμως δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Βγάζει το κεφάλι του από ένα παράθυρο, κρεμιέται στον αέρα κρατώντας τη φανέλα του και αρχίζει να φωνάζει: «Ρε π…, εμείς πιστεύουμε σε αυτή. Και παίζουμε γι’ αυτήν». Ο ίδιος άνθρωπος που στο φινάλε Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός του 1960 στο Καραϊσκάκης φόρεσε το σταυρουδάκι του στον λαιμό του Μίμη Δομάζου λέγοντάς του «μικρέ, εσύ θα γίνεις ο διάδοχός μου όταν θα σταματήσω». Ο μεγάλος του Ολυμπιακού, στον πιτσιρικά τότε βιρτουόζο του αιώνιου αντιπάλου. Με το ήθος μιας άλλης εποχής.
Τότε που ο δικός τους Ολυμπιακός κέρδισε για πάντα τον τίτλο «Θρύλος» εμπνέοντας ολόκληρη τη μεταπολεμική Ελλάδα
Να μην ξεχάσω: λάτρευε να σκαρώνει φάρσες στον αδελφικό του φίλο Ανδρέα Μουράτη. Ο «Μιζούρι» με τα γράμματα και τις πολλές πληροφορίες δεν τα πήγαινε καλά. Και φυσικά οι πληροφορίες για τους αντιπάλους στο ποδόσφαιρο προέκυπταν με το σταγονόμετρο. Ο Μπέμπης λοιπόν ξεκινούσε στα μισά της εβδομάδας να του αραδιάζει διάφορα για τον επιθετικό που ο Μουράτης θα έπρεπε να σταματήσει την Κυριακή. Ο,τι του κατέβαινε στο κεφάλι. Πολλές φορές μάλιστα πριν από τα ματς, στο «ζέσταμα», έδειχνε στον Μουράτη στην τύχη κάποιον ποδοσφαιριστή της άλλης ομάδας. «Αυτός είναι», του έλεγε και όταν αποκαλυπτόταν η αλήθεια γινόταν… χαμός.
Με την εθνική ομάδα δεν έπαιξε πολύ. Μόλις 17 συμμετοχές γιατί «δεν άντεχα την αδικία». Ηρθε σε ρήξη με τη διοίκηση της ΕΠΟ, όταν η Ομοσπονδία δεν φάνηκε εντάξει στη συμφωνία ότι θα πλήρωνε εκείνη τα χαμένα μεροκάματα των ποδοσφαιριστών (που τότε προφανώς δεν ήταν επαγγελματίες και δεν βιοπορίζονταν από το ποδόσφαιρο). Ηταν πριν από ένα ματς με το Ισραήλ το 1953. Την παραμονή μαζί με άλλους δυο – τρεις έφυγε από το ξενοδοχείο. Την επομένη επέστρεψε, έπαιξε και με δικό του γκολ η Ελλάδα επικράτησε με 1-0. Το γυαλί όμως είχε ραγίσει. Και έσπασε σε ένα ταξίδι στη Μαδρίτη όταν η Ομοσπονδία αποφάσισε να μη χορηγήσει τον μισθό των 2-3 δολαρίων που είχε θεσπίσει για τους διεθνείς η UEFA.
Πάντα πιστός
Ο ποδοσφαιρικός του κύκλος έκλεισε στο λιμάνι της καρδιάς του το 1963. Οχι όμως και η σχέση του με τον Ολυμπιακό. Εκεί όπου επέστρεψε τη δεκαετία του ΄80 για να παίξει αρκετές φορές τον ρόλο του υπηρεσιακού προπονητή. Στα 15 παιχνίδια που κάθισε στον πάγκο, το 1979-80, το 1983-84 και το 1984-85, η ομάδα του δεν έχασε ποτέ (10 νίκες και 5 ισοπαλίες). Μάλιστα, τελευταία αγωνιστική του 1983-84 ο Ολυμπιακός υποδεχόταν τον (ήδη) πρωταθλητή Παναθηναϊκό και ήθελε πάση θυσία νίκη για να βγει στην Ευρώπη. Οι Πράσινοι ονειρεύονταν γύρο θριάμβου μέσα στο Καραϊσκάκης, αλλά ο Μπέμπης ήταν λιτός και κατανοητός. «Αν θέλουν, να τους στείλει η ΕΠΟ ποδήλατα να κάνουν τον γύρο του Καραϊσκάκη. Γύρο του θριάμβου ποτέ»! Με γκολ του Μητρόπουλου (86΄) ο Ολυμπιακός επικρατεί. «Τον Παναθηναϊκό ας κερδίζουμε κι ας χάνουμε από τον… Βούδα!», φώναξε ο «Πινόκιο» φεύγοντας για τα αποδυτήρια.
Τελευταία εικόνα: στις 8 Οκτώβρη του 2012 στο γήπεδο του Ταύρου. Με αφορμή ένα φιλικό των Βετεράνων, η ΠΑΕ τιμά την τεράστια προσφορά του. Ο Μπέμπης περπατά λίγα βήματα, φτάνει ως τη σημαία του Ολυμπιακού και την προσκυνά, φιλώντας την τρεις φορές.
Πέντε χρόνια αργότερα, έφυγε από τη ζωή, στις 23 Ιούλη του 2017. «Ενας από τους μεγαλύτερους αθλητές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ένας σπουδαίος άνθρωπος, μια ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ψυχή, που συγκλόνιζε πάντα για τη λατρεία του για την ερυθρόλευκη σημαία, έφυγε σήμερα σε ηλικία 90 ετών, αλλά το ιστορικό του αποτύπωμα θα μένει βαθύ στην ιστορία του Συλλόγου και στις ψυχές όλων των ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ», ανέφερε η ανακοίνωση του αποχωρισμού, θέλοντας μέσα σε λίγες λέξεις να τα πει όλα.