Το σύστημα Μητσοτάκη

Μεταξύ μας, η αποτίμηση της συζύγου του Μητσοτάκη είναι μάλλον ψυχραιμότερη. Ή τουλάχιστον (παρά την εύλογη τρυφερότητα της ματιάς της) κινείται απείρως κοντύτερα στην άποψη του μέσου ψηφοφόρου από τα παραληρήματα των αντιπάλων του συζύγου της.

Υπάρχουν δύο τρόποι να αξιολογήσει κανείς την επιτυχία (διαρκείας, πλέον…) του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο ένας είναι της συζύγου του. Την αποδίδει στην «πειθαρχία, τη συνέπεια, την αποτελεσματικότητα» και τη «σκληρή δουλειά» (ανάρτηση Μαρέβας Μητσοτάκη, 27/6).

Ο άλλος των αντιπάλων του. Θεωρούν ότι νίκησε επειδή «κινείται στον δρόμο που έχουν χαράξει ο Ορμπαν, ο Τραμπ, ο Μπολσονάρο και όλοι οι ηγέτες – κατασκευάσματα της μεσσιανικής στοχευμένης επικοινωνίας» («Documento», 25/6).

Ακόμη χειρότερα. Κατ’ αυτούς «το παράδοξο στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ» είναι ότι συνέβη παρά «τη συντριπτική υπεροχή της προσωπικότητας του Αλέξη Τσίπρα απέναντι στην εικόνα του Μητσοτάκη (Δ. Ψαρράς, «Εφ.Συν.», 26/6).

Εκεί δηλαδή που κερδίζαμε, χάσαμε. Μεταξύ μας, η αποτίμηση της συζύγου του Μητσοτάκη είναι μάλλον ψυχραιμότερη. Ή τουλάχιστον (παρά την εύλογη τρυφερότητα της ματιάς της) κινείται απείρως κοντύτερα στην άποψη του μέσου ψηφοφόρου από τα παραληρήματα των αντιπάλων του συζύγου της.

Νομίζω για παράδειγμα πως αν μιλήσεις στον κόσμο για «συντριπτική υπεροχή» του Τσίπρα απέναντι στον Μητσοτάκη θα σπεύσουν κατευθείαν οι λευκοντυμένοι επιστήμονες με συμβουλές ξεκούρασης και φαρμακοληψίας. Τα είπα αυτά για να καταλήξω σε κάτι που έχει καταστεί πλέον προφανές.

Πως ένα μερίδιο της επιτυχίας του Μητσοτάκη πρέπει για λόγους δικαιοσύνης να αποδοθεί στους αντιπάλους του. Δεν είναι τυχαίο πως το ψυχεδελικό κείμενο περί «συντριπτικής υπεροχής Τσίπρα» φέρει τον βαρύγδουπο τίτλο «Η ήττα της Μεταπολίτευσης».

Επιεικέστερη η «Αυγή» μίλησε για το «Τέλος της Μεταπολίτευσης» (25/6). Υποθέτω πως μετά τον Μητσοτάκη, όπου να είναι θα επιστρέψει και ο Παττακός! Αυτό το διαρκές παραλήρημα έχει όπως κάθε παραλήρημα αντιφατικά στοιχεία. Περιλαμβάνει ταυτοχρόνως: * Την απαξίωση του «Κούλη», ο οποίος θεωρείται γενικώς περιορισμένων δυνατοτήτων και ευκαιριακό δημιούργημα συμφερόντων απέναντι στον «αυτοδημιούργητο» και «με ιμπέριουμ δημόσιας παρουσίας» Τσίπρα.

* Την ανάδειξη του Μητσοτάκη περίπου σε «ακροδεξιό φαινόμενο», «ασυνείδητο εθνικιστή» και «αυταρχικό λαϊκιστή» – θεωρία στην οποία πρωτοστατεί το πιο ανορθολογικό και συνωμοσιολογικό κομμάτι της συριζαίικης δημοσιολογίας.

* Τη διαβολή ότι ο Μητσοτάκης είναι επικεφαλής μιας «φαμίλιας», η οποία θέλει να βάλει χέρι στον πλούτο της χώρας για λογαριασμό της ίδιας και των φίλων της. Από τους αντιπάλους δηλαδή του Μητσοτάκη, ο Μητσοτάκης αναγορεύεται περίπου σε ένα κακέκτυπο μείγμα Φόρεστ Γκαμπ, Ορμπαν και Δον Κορλεόνε μέσα σε μια χώρα που καταρρέει και μια δημοκρατία που διαλύεται.

Φυσικά τίποτα από αυτά δεν ισχύει στην πραγματική ζωή. Είναι λοιπόν απορίας άξιον ποιος θα πάρει σοβαρά τέτοιες αρλούμπες. Και όπως ήταν φυσιολογικό, η απάντηση δόθηκε στις κάλπες. Από την άλλη πλευρά όμως ποτέ να μην υπερτιμάτε την νοημοσύνη, ούτε να υποτιμάτε τις εμμονές των καλών ανθρώπων. Κάτι τέτοιοι αλλοπρόσαλλοι συλλογισμοί οδήγησαν ενδεχομένως κάποιους σαν τον Μαραντζίδη και άλλους αξιόλογους συμπολίτες μας στο στρατόπεδο ενός ακατάληπτου φανατισμού.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η χώρα βιώνει ήδη από το 2019 δύο παράλληλα σύμπαντα.

* Ενα πλειοψηφικό που διατυπώνει για τον Μητσοτάκη μια μάλλον μετρημένη αξιολόγηση, θετική ή επιφυλακτική, αλλά πάντως χωρίς κραυγές και πυροτεχνήματα. Στο κάτω κάτω ο άνθρωπος είναι ένας δημοκρατικός Πρωθυπουργός που κάνει τη δουλειά του άλλοτε με μεγαλύτερη κι άλλοτε με μικρότερη επιτυχία. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

* Ενα «αλλόφρον μειοψηφικό» σύμπαν που δεν θέλει ή δεν μπορεί να καταλάβει για ποιον λόγο αποκλίνει από τον στοιχειωδώς κοινό τόπο και τα αυτονόητα της ευρείας πλειοψηφίας. Στην αφελέστερη εκδοχή, φταίει ο Τύπος, η «λίστα Πέτσα» και η «Ιερή Συμμαχία μεγαλοεπιχειρηματιών». Αυτοί δεν αφήνουν μια παρανοϊκή μειοψηφία να ανθήσει. Η διαφορά των δύο κόσμων δεν αφορά μόνο την ουσία. Αλλά και το ύφος, τον τόνο, τη διατύπωση. Αυτά τα σύμπαντα αναμετρήθηκαν λοιπόν σε δύο συνεχόμενες εκλογές και το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Ξέρετε γιατί; Επειδή το «αλλόφρον σύμπαν» μέσα στην αλλοφροσύνη του έχασε ακόμη και την όποια βασιμότητα της κριτικής του.

Οταν θεωρείς τον Μητσοτάκη «δεύτερο Παπαδόπουλο»  («Το δεύτερο κουστούμι του Παπαδόπουλου», «Αυγή», 24/6) ή τον χαρακτηρίζεις «Ελληνα Ορμπαν που ξαναχτίζει την ΕΡΕ στα ερείπια της ΝΔ» («Εφ.Συν.», 26/6), ποιος κανονικός άνθρωπος θα σε ακούσει με προσοχή και θα σε πάρει σοβαρά;

Τη στιγμή μάλιστα που ο Μητσοτάκης κάνει καταφανώς το αντίθετο από την ΕΡΕ. Οικοδομεί ένα ευρύτατο «σύστημα εξουσίας» που εκτείνεται από τις παρυφές της Αριστεράς έως τα όρια της Ακρας Δεξιάς. Επιχειρεί δηλαδή να καλύψει όλο τον μεσαίο χώρο ανάμεσα στα δύο άκρα της πολιτικής. Μπορεί να το επιτυγχάνει, μπορεί και όχι, αλλά πάντως αυτό προσπαθεί και μόνο οι ανισόρροποι κάνουν πως δεν το βλέπουν.

Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις έναν αντίπαλο αν δεν καταλάβεις πρώτα ποιος είναι και τι επιδιώκει. Στην προκειμένη περίπτωση είναι το «σύστημα εξουσίας» του Μητσοτάκη που πνίγει τους αντιπάλους του. Ολα όσα του προσάπτουν (από τα κοινωνικά στηρίγματά του, το προσωπικό του στυλ έως το «επιτελικό κράτος») αποδεικνύονται τα ισχυρότερα σημεία του.

Κι αυτό αν μη τι άλλο φανερώνει μια αδυναμία κατανόησης όχι του Μητσοτάκη αλλά του κόσμου μέσα στον οποίο κινούμαστε όλοι μας. Δεν νομίζω πολλοί συμπολίτες μας να χολοσκάνε σήμερα αν η Μεταπολίτευση «ηττήθηκε» ή «τελείωσε». Σε τελευταία ανάλυση η ισχύς του «συστήματος Μητσοτάκη» είναι ακριβώς ότι αποτελεί ένα σύστημα με οντότητα, συνοχή και ομοιογένεια. Με αρχή, μέση και τέλος. Δεν είναι ένα αδιευκρίνιστο συνονθύλευμα κι ακόμη λιγότερο «μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.